Tuesday 28 December 2010

Κατάλογος σύγχρονων Ελλήνων ποιητών.

Ακολουθεί κατάλογος σύγχρονων Ελλήνων ποιητών, κατ΄ έτος γέννησης και αλφαβητική σειρά επιθέτου.
Πίνακας περιεχομένων
1750 - 1850 
1851 - 1900
1901 - 1930
1931 - Σήμερα
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης Μανουήλ Βερνάρδος Ηλίας Ζερβός - Ιακωβάτος Παναγιώτης Κάλας ή Τσοπανάκος Ανδρέας Κάλβος Στέφανος Κανέλλος Σοφοκλής Καρύδης Κωνσταντίνος Κοκκινάκης Αδαμάντιος Κοραής Ανδρέας Λασκαράτος Γεώργιος Λασσάνης Παναγιώτης Ανδρόνικος Μακρής Γεράσιμος Μαρκοράς Αχιλλέας Παράσχος Χριστόφορος Περραιβός Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής Διονύσιος Σολωμός Αλέξανδρος Σούτσος Παναγιώτης Σούτσος Ρήγας Φεραίος Μιχαήλ Χουρμούζης Αλέξανδρος Υψηλάντης

1851 - 1900
Τέλλος Άγρας 1899-1944 Θέμος Αμούργης Μιχαήλ Αναστασίου Γεράσιμος Άννινος Μιχ. Αργυρόπουλος Κώστας Βάρναλης Κωστής Βελιμέζης Ηλίας Βουτιερίδης Αντώνης Γιαλούρης Άλκης Γιαννόπουλος Γεώργιος Δελής Ειρήνη Δεντρινού Δημήτρης Δημητριάδης Άγγελος Δόξας Δημήτρης Ευαγγελίδης Αντώνης Ιντιάνος Κωνσταντίνος Καβάφης Μανώλης Καλομοίρης Μιχαήλ Καλυβίτης Λινός Καρζής Κώστας Καρυωτάκης Κώστας Κοντός Τάκης Κοντός Άργης Κορακάς Γιώργης Κουτουμάνος Χρήστος Λαγοπάτης Γιάννης Λεύκης Νίκος Λευτεριώτης Γιώργος Λογοθέτης Ξάνθος Λυσιώτης Λιλή Ιακωβίδου Λορέντζος Μαβίλης Μανώλης Μαγκάκης Θεόδωρος Μακρής Κώστας Μαρίνης Κώστας Μαρκίδης Παναγιώτης Μαυρέας Ιωάννης Μοσχονάς Στράτης Μυριβήλης Γιώργος Νάζος Λέανδρος Παλαμάς Κωστής Παλαμάς Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου Μιχαήλ Πετρίδης Γιώργος Πολίτης Ιάκωβος Πολυλάς Νίκος Προεστόπουλος Ζήνων Ρωσίδης Γιώργος Σεφέρης Σωτήρης Σκίπης Γεώργιος Σουρής Στέλιος Σπεράντζας Νίκος Στρατάκης Γεώργιος Στρατήγης Ιούλιος Τυπάλδος Ρώμος Φιλύρας Γιώργος Φτέρης Κωνσταντίνος Χατζόπουλος Παν. Χρονόπουλος

1901 - 1930
Μάριος Αγγελόπουλος Μιχάλης Αδάμης Γιάννης Αηδονόπουλος Κρίτων Αθανασούλης Έφη Αιλιανού Μανώλης Αλεξίου Χάρης Αλεξίου Κούλης Αλέπης Μαν. Αναγνωστάκης Τάκης Ανθήλης Πέτρος Ανταίος ή Σταύρος Γιαννακόπουλος 1920-2002 Ρένος Αποστολίδης Χρυσούλα Αργυριάδου Σεραφείμ Αρκομάνης Σταύρος Βαβούρης 1925 Ελένη Βακαλό Νάνος Βαλαωρίτης Στέργιος Βαλιούλης Πάνος Βαλσαμάκη Μάρκος Βαμβακάρης Τάκης Βαρβιτσιώτης Γιάννα Βέρα Γ. Βερίτης Νίκος Βίγλας Κώστας Βίρβος Όλγα Βότση Ν. Βρεττάκος Γιώργος Γαβαλάς Πάνος Γαβαλάς Χρ. Γαλατόπουλος Κώστας Γαρίδης Γιώργος Γεραλής Στέλιος Γεράνης Τάσος Γιανναράς Λευτέρης Γιαννίδης Κ. Γιαννόπουλος Νίκος Γκάτσος Νίκος Γκούμας Επαμ. Γονατάς Γιάννης Γουδέλης Γιάννης Δάλλας Νάσος Δετζώρτζης Μηνάς Δημάκης Πέτρος Δήμας Άρης Δικταίος Τάκης Δόξας Καίτη Δρόσου Νίκος Εγγονόπουλος Οδυσσέας Ελύτης Ανδρέας Εμπειρίκος Φώτης Ευαγγελάτος Δημοσθένης Ζαδές Κούλης Ζαμπάθας Αντ. Ζαχαρόπουλος Νίκος Ζουμπουλάκης Μίκης Θεοδωράκης Λ. Θεοδωρόπουλος Βικτωρία Θεοδώρου Γεώργιος Θεοτοκάς Γρηγόρης Θεοχάρης Νίκος Καββαδίας Απόστολος Καλδάρας Γιάννης Καμαρινάκης Ισιδώρα Καμαρινέα Ανδρέας Καμπάς Βύρωνας Καμπέρογλου Μ. Καραγάτσης Γιώργος Καρατζάς Ρένα Καρθαίου Νίκος Καρούζος Τ. Καρούσος Νίκος Καρύδης Γιώργος Κατσίμπας Μήτσος Κατσίνης Μάνος Κατωγυρίτης Γιώργος Καφτατζης Κώστας Κλεάνθους Αστέρης Κοββατζής Χρήστος Κολοκοτρώνης Χρήστος Κουλούρης Μάνος Κράλης Νίκος Κρανιδιώτης Κλείτος Κύρου Γιώργος Κωστάντης Τάσος Λειβαδίτης Αντρέας Λεοντάρης Βασίλης Λιάσκας Μενέλαος Λουντέμης Μήτσος Λυγίζος Απόστολος Μαγγανάρης Αθανασία Μαγιάκου Κώστας Μαϊστράλης Φαίδων Μακρής Χρήστος Μανέττας Α. Μάρταλης Τώνης Μελάς Παναγιώτης Μελτέμης Παύλος Μεράνος Νύσης Μεσσηνέζης Γιώργος Μητσάκης Κλέαρχος Μιμίκος Κώστας Μόντης Γιώργος Μουφλουζέλης Φαίδων Μπαρλάς Ιωάννα Μπουκουβάλα - Αναγνώστου Παντελής Μυλωνογιάννης Γιάννης Νεγρεπόντης Μπάμπης Νίντας Θεόδωρος Ντόρρος Ζάχος Οικονόμου Μέμος Παναγιωτόπουλος Ναπολέων Παπαγεωργίου Δημήτρης Π. Παπαδίτσας Γιώργος Παπαλεονάρδος Τάσος Παπάς Γιώργος Πατριαρχέας Σαράντος Παυλέας Μιχάλης Περάνθης Άντης Περνάρης Πέτρος Πετρής Γ. Πολιτάρχης Νίκος Πολίτης Στάθης Πρωταίος Αχιλλέας Πυλιώτης Νικήτας Ράντος Λευτέρης Ραφτόπουλος Σάκης Ρετσίνας Γιάννης Ρίτσος Χρήστος Σαμουηλίδης Γιώργης Σαράντης Μίλτος Σαχτούρης Ηλίας Σιμόπουλος Τάκης Σινόπουλος Καλλιόπη Σκαρίμπα Θεόδωρος Στυλιανού Νίκος Σφυρόερας Αθηνά Ταρσούλη Κώστας Ταχτσής Βασίλης Τερτίπης Νίκος Τουτουντζάκης Θάνος Τράγκας Στρατής Τσίρκας Βασίλης Τσιτσάνης Γεώργιος Τσουκαλάς Γιώργος Τσούτης Μαρία Φαλαγγά Γεωργίου Αντώνης Φαρμακίδης Γιώργος Φούφας Μάνος Χατζιδάκις Γιώργος Χαρβαλιάς Κώστας Χατιάδης Γιάννης Χονδρογιάννης Δημήτρης Χριστοδούλου Γιώργος Χριστόπουλος Λάμπης Χρονόπουλος Παν. Χρονοπούλου - Πάλμα Κύπρος Χρυσάνθης Ελισσάβετ Ψαρά

1931 - Σήμερα
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ Δημήτρης Βάρος Κωστής Γκιμοσούλης Δημήτρης Θ. Γκότσης Κατερίνα Γώγου Έλενα Δίκα-Καπρίση Γιάννης Ευθυμιάδης Φαίδων Θεοφίλου Γιώργος Χ. Θεοχάρης Μιράντα Ιωαννίδου-Βοσνάκη Γιώργος Κάρτερ Σπύρος ΚοκκινάκηςΣτάθης Κουτσούνης Δημήτρης Π. Κρανιώτης Δημήτρης Λιαντίνης Εινώ του Εδμαν-Πας Μάνος Λοΐζος Δημήτρης Λυάκος Κωνσταντίνος Μπούρας Πίτσα Μπουρνόζου Μάγδα Νικολαΐδου Δημήτρης Παλάζης Λευτέρης Παπαδόπουλος Λένα Παππά Δημήτρης Ποταμίτης Αλέξης Σταμάτης Ηρακλής Τριανταφυλλίδης Γιάννης Υφαντής Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Υπό επεξεργασία
Άλκης Αλκαίος Ορέστης Αλεξάκης Αθανάσης Βέλλης Λουκία Βερροίου - Στεργιάκη Νίκος Βιολάρης Χάρης Βλαβιανός Θοδωρής Βοριάς Μ. Γενίτσαρης Κώστας Γεωργουσόπουλος Έλλη Γιαννοπούλου Γρυπάρης Γεωργία Δαλιανά Θανάσης Δερβενιώτης Κική Δημουλά Γιώργος Δουατζής Ιωάννης Δροσίνης Μάνος Ελευθερίου Γιάννης Ευθυμιάδης Έλλη Ιωαννίδου Ιωάννης Καμπανέλλης Πάνος Καπώνης Γιάννης Καραλής Δημήτρης Καραμβάλης Διονύσης Καρατζάς Γιώργος Καραχάλιος Γιώργος Κάρλας Μάνος Καστέλης Γ. Κατσαρός Γιώργος Κονιτόπουλος Μαρία Καρδάτου Γιώργης Κότσιρας Ηλίας Λάγιος Νίκος Λαδάς Ναπολέων Λαπαθιώτης Γιάννης Λειβαδάς Κώστας Λογαράς Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου Κοραλία Μακρή Μιλτιάδης Μαλακάσης Νίκος Μαμαγκάκης Γιάννης Μαρκόπουλος Γιώργος Μαρκόπουλος Τζένη Μαστοράκη Αλέξης Μελαχροινός Γιώργος Μετσόλης Μιχαήλ Μήτρας Κώστας Μόντης Τάκης Μουσαφίρης Δήμος Μούτσης Μπάμπης Μπακάλης Αργύρης Μπαρής Βάσος Μπάρμπας Άρης Μπερλής Ρίτα Μπούμη - Παπά Γιάννης Μύραλης Κώστας Ουράνης Άλκης Πάνου Σπύρος Πάντζας Αθηνά Παπαδάκη Κ. Παπαδάκης Πέτρος Παπαδημητρίου Γιάννης Η. Παππάς Γ. Παράσχος Γεώργιος Πεπονάρας Φώτος Πασχαλινός Τίτος Πατρίκιος Μαρία Πατσαλή Σπ. Περιστέρης Μίμης Πλέσσας Ιωάννης Πολέμης Μανόλης Πολέντας Λάμπρος Πορφύρας Δημήτρης Πουλικάκος Μίλια Ροζίδου Βασίλης Ρώτας Ν. Σημηριώτης Ντίνος Σιώτης Ξένη Σκαρτσή Σωκράτης Σκαρτσής Τάκης Σούκας Γιάννης Σπανός Τάσος Σπυρόπουλος Δημήτρης Σταθόπουλος Γ. Στογιαννίδης Έρση Σωτηροπούλου Μαριος Τόκας Πάνος Τούντας Γιώργος Τσακιράκης Χρήστος Τσιάμης Αντώνης Φωστιέρης Νίκος Φωκάς Θανάσης Φωτιάδης Θανάσης Χατζόπουλος Μανόλης Χιώτης Γιώργος Χρονάς Κωνσταντίνος Μπούρας Κώστας

Monday 27 December 2010

Το Ιερατείο της καλής Ποίησης

Ποιητής: Το πρόσωπο που έχει χαρακτηριστικά, τα οποία συχνά αποδίδονται σε ποιητές όπως ο ρομαντισμός, η ευαισθησία, η ικανότητα να χρησιμοποιούν τον λόγο με τρόπο που συγκινεί και το οποίο γράφει ποιήματα. Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη.

Διαβάζοντας το βιβλίο «Με το Περίστροφο του Μαγιακόφσκι  (Μια συζήτηση για την ποίηση μεταξύ ποιητών)» των εκδόσεων ΕΡΑΤΩ  εντύπωση μου έκανε η όχι τόσο σπάνια άποψη του ποιητή;;; Δ. Αγγελή ότι: «Γι΄ αυτό η ποίηση της εποχής επιπολάζει στα επιφανειακά. Και δυστυχώς οι νέοι τρόποι έκφρασης, ως ένα βαθμό, κάνουν το ίδιο. Δέστε διάφορα ποιητικά blogs  για παράδειγμα, που εξυπηρετούν μόνο την αυτοπροβολή κάποιων, συχνά ανωνύμων, που ακκίζονται ότι είναι ποιητές και θρηνούν για την μη αναγνώρισή τους ανταλλάσσοντας ασύστολα κολακείες και ύβρεις –αυτή είναι η κριτική μας σκέψη, αυτή είναι η ελπίδα μας;»
Ώστε τα μπλογκς εξυπηρετούν κάποιους για την  αυτοπροβολή τους  ενώ η παρουσία του κ. Δ. Αγγελή στο βιβλίο ή όπου αλλού δεν γίνεται για αυτοπροβολή αλλά γίνεται για φιλανθρωπικούς λόγους, ίσως παροχής εμπνευσμένης γνώσης σε άσχετους που θέλουν ίσως  να κάνουν ποιητική καριέρα. Το εγώ του κ Δ. Αγγελή έχει εξασθενήσει σε σημαντικό βαθμό ώστε να αποτελεί πρωτοπορία των ανθρώπων που παρέχουν γνώσεις χωρίς υστεροβουλία.
Η ανωνυμία είναι ένα άλλο ζήτημα που φαίνεται να τον απασχολεί. Μα δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό του ότι η ανωνυμία αποτελεί την ύστατη απάρνηση της αυτοπροβολής σε αντίθεση με την δικιά του επωνυμία (από ποιους, γιατί);
«Ακκίζονται ότι είναι ποιητές» μας λέει ο κ Δ. Αγγελής για τους «φτωχούς» αυτούς ανώνυμους διαβόλους, τους βλαμμένους, τα «Μεγαλείων Οψώνια» κατά τον Παπαδιαμάντη. Και ο κ Δ. Αγγελής; Ναρκισσεύεται και καμαρώνει ονομάζοντας τον εαυτό του ποιητή ή όταν στον στενό του κύκλο προσφωνεί ο ένας τον άλλον «ποιητή» ανταλλάσσοντας την κολακεία αυτή σαν ανταμοιβή της συμβατικής αλληλοαναγνώρισης;
Οι μπλογκερ-ποιητές θρηνούν επίσης, κατά τον κ Δ. Αγγελή  για την μη αναγνώρισή τους! Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Κάθε ένας θέλει να αναγνωριστεί το έργο που κάνει είτε είναι λογοτεχνικό είτε άλλο. Να μαντέψω την ευτυχία του κ  Δ. Αγγελή όταν πρωτόγραφε ποιήματα και δεν τον ήξερε ούτε η μητέρα του;
Για το ζήτημα «της ανταλλαγής κολακειών και ύβρεων» ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον τρόπο που παρεμβαίνει στα κοινά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δεν έχω διάθεση να απολογηθώ για τον τρόπο που ο κάθε ένας σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους. Και φυσικά αυτός δεν είναι ο κανόνας στα μπλογκς  αλλά η εξαίρεση την οποίαν ο κ Δ. Αγγελής απομονώνει για να στοιχειοθετήσει αδίκημα.
Τέλος για το αν «αυτή είναι η κριτική μας σκέψη και η ελπίδα μας» θα ήθελα να σημειώσω ότι  η ποίηση είναι επαναστατική γιατί ανατρέπει κατεστημένα  μέρος των οποίων έχει γίνει  και ο κ Δ. Αγγελής.
Η αξία ενός έργου δεν οδηγεί αυτόματα στην καταξίωση. Μεγάλοι ποιητές λοιδορήθηκαν  στο ξεκίνημά τους για να αναγνωριστούν αργότερα (μερικοί και μετά θάνατο).
Και στο σημείο αυτό θα επικαλεστώ μερικά σχόλια του Παντελή Μπουκάλα από το άρθρο του «Οι τιμητές, οι Απαγορεύοντες και η «Υπερπαραγωγή Στίχων» από την Καθημερινή της 12.7.1991. Λέει λοιπόν ο κ Μπουκάλας για τους ποιητές που απεχθάνεται ο κ Δ. Αγγελής:
Βλάφτουν κανέναν όσοι γράφουν ή νομίζουν ότι γράφουν  με την ψευδαίσθηση ότι απέκτησαν επικοινωνία με την Μούσα; Και μισή λέξη αν κατορθώσουν να ξεσκουριάσουν και σε ένα ξενύχτι αν δοκιμαστούν και παιδευτούν καλό είναι. Αφήστε που από τον πειρασμό της γραφής, μπορεί να πέσουν στον πειρασμό της ανάγνωσης, όπως συνήθως συμβαίνει (qui scribit, bis legit δεν έλεγαν οι Λατίνοι;) οπότε ίσως φτάσουν να διαβάζουν και τα βιβλία όσων τώρα τους κατακρίνουν και τους λοιδορούν, θεωρώντας πάντως αυτονόητο, αν όχι αποκλειστικό, το δικό τους δικαίωμα να εκδίδουν βιβλία.
 Και παρακάτω:
Ταξική λοιπόν και η ματαιοδοξία; Όσοι έχουν φτάσει ήδη στο δέκατο βιβλίο τους, όσοι χάρη στην κοινωνική τους επιφάνεια αποκτούν και λογοτεχνική εικόνα, όσοι έχουν τα μέσα να μην κάνουν συνοικιακές εκδόσεις, αλλά να διαλέγουν μεγάλα εκδοτικά και γνωστούς εξωφυλλάδες  έχουν θεραπευτεί πια; Δεν μπορώ επίσης να γνωρίζω αν τα επιχειρήματα – αναθέματα εναντίον τους τα παράγει ένας ενύπαρκτος αριστοκρατισμός, μια ολιγαρχοφιλία που θέλει να επεκτείνει το κράτος της και στον πνευματικό λεγόμενο χώρο.
Και παρακάτω:
Απόψεις σκληρότατες και μάλιστα απορριπτικές μπορεί να έχει ο καθένας  για τα εκδιδόμενα βιβλία, ποιητικά κ.α. Δεν δικαιούται όμως να χρησιμοποιούν ηθικολογούντα κριτήρια για να τους αποδώσει ανωριμότητα πνεύματος και ψυχής.
Εκτός και αν επιθυμεί να ιδρυθεί υπό την εποπτεία του κάποια ολιγομελής «Ομάδα Ελεγκτών» που θα αποφαίνεται τι αξίζει και τι πρέπει να πετιέται στα σκουπίδια.

Κώστας Παπαποστόλου

Friday 24 December 2010

Χρόνια Πολλά

Εύχομαι σε όλους και σε όλες Καλές Γιορτές και Ευτυχισμένο το 2011
Κώστας Παπαποστόλου

Sunday 12 December 2010

Γιώργος Σαραντάρης

 Γόνος οικογένειας Ελλήνων εμπόρων που διέμεναν στην Ιταλία, είχε την ευκαιρία να ανατραφεί σε ένα αστικό και σχετικά προοδευτικό, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, περιβάλλον. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1910 έως το 1931. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ωστόσο, τον κέρδισε η ποίηση. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιώργος Σαραντάρης εμφορούμενος από συναισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941.
Η ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη υπήρξε αρκετά πρωτοποριακή για τα δεδομένα των ιδεών που επικρατούσαν την εποχή του Μεσοπολέμου στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Υπήρξε λάτρης της λεγόμενης "καθαρής ποίησης". Έχοντας γνώση των ευρωπαϊκών διανοητικών κι αισθητικών ρευμάτων, χρησιμοποίησε στα ποιήματά του τον ελεύθερο στίχο, ενώ στις αναζητήσεις του περιέλαβε προβληματισμούς που έλκουν την επιρροή τους από την ιταλική ποίηση, το έργο του Ντοστογιέφσκι, από τις φιλοσοφικές ιδέες του Νίτσε, του Σαίρεν Κίρκεγκωρ αλλά και από τον υπαρξισμό. Το έργο του δεν συνάντησε ευρεία αποδοχή στην εποχή του, επηρέασε ωστόσο την ελληνική ποίηση βαθιά και ουσιαστικά. Η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος επηρεάστηκε σαφώς από συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του Σαραντάρη: γυναίκα, θάλασσα, μοναξιά, ουρανός, πουλιά. Για τον λόγο αυτό, ο νομπελίστας Ελύτης, πέραν του ότι έχει αφιερώσει στον ποιητή το ποίημα Γιώργος Σαραντάρης κάνει ειδική μνεία γι' αυτόν στο έργο του Ανοιχτά Χαρτιά (Ίκαρος 1974) όπου αναφέρει για τον πρόωρο χαμό του ποιητή, αλλά και για την σχέση του με τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής τα εξής: "Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χροντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της".

 Ἀκόμα δὲν μπόρεσα...
Ἀκόμα δὲν μπόρεσα νὰ χύσω ἕνα δάκρυ
πάνω στὴν καταστροφὴ
δὲν κοίταξα ἀκόμα καλὰ τοὺς πεθαμένους,
δὲν πρόφτασα νὰ δῶ πὼς λείπουνε
ἀπὸ τὴ συντροφιά μου,
πὼς ἔχασαν τὸν ἀέρα ποὺ ἐγὼ ἀναπνέω
καὶ πὼς ἡ μουσικὴ τῶν λουλουδιῶν,
ὁ βόμβος τῶν ὀνομάτων ποὺ ἔχουνε τὰ πράγματα
δὲν ἔρχεται στ᾿ αὐτιά τους·
ἀκόμα δὲν χλιμίντρισαν τ᾿ ἄλογα
ποὺ θὰ μὲ φέρουν πλάι τους.
Νὰ τοὺς μιλήσω,
νὰ κλάψω μαζί τους
καὶ ὕστερα νὰ τοὺς σηκώσω ὄρθιους·
ὅλοι νὰ σηκωθοῦμε σὰν ἕνας ἄνθρωπος,
σὰν τίποτα νὰ μὴν εἶχε γίνει
σὰν ἡ μάχη νὰ μὴν εἶχε περάσει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας.

Monday 29 November 2010

Νεκρή Ζώνη

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεκτικός, όπως είσαι ακριβώς μ' έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο.

Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια κι όσο μπορείς μη σκύβεις για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.
Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του.

Να εκμεταλλεύεσαι κάθε λάμψη απ' τις ρυπές των πολυβόλων για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.

Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.

Προς το παρόν, νά 'σαι πολύ προσεκτικός όπως είσαι ακριβώς μ' έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.

Sunday 21 November 2010

Κική Δημουλά

Γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα, όπου και ζεί. Παντρεύτηκε τον μαθηματικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.
Τιμήθηκε το 1972 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Η Association Capitale Européenne des Littératures την βράβευσε, τον Μάρτιο του 2010, με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας στο πλαίσιο της πέμπτης Ευρωπαϊκής Συνάντησης Λογοτεχνίας. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά.

Γράμμα

Ό ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου
μου έφερε και σήμερα σήμερα ένα φάκελο
με τη σιωπή σου.
Το όνομά μου γραμμένο από έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μια απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τα άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαντήσω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιόν της συντριβής.
Και στα αυτιά μου θα κρεμάσω-συλλογίσου-
τη σιωπή σου.

Saturday 13 November 2010

Γιώργος Θέμελης


Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε το 1900 στη Σάμο και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Το όνομά του συνδέθηκε με τη Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε και έζησε ως το τέλος της ζωής του (Απρίλης του 1976). Στη Θεσσαλονίκη, άλλωστε, διαμορφώθηκε η ποιητική του προσωπικότητα, κι αυτή στάθηκε η πνευματική του πατρίδα. Ως φιλόλογος δίδαξε στο Πειραματικό Σχολείο και στα Εκπαιδευτήρια Βαλαγιάννη. Διετέλεσε Γενικός Γραματέας και Μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από την ίδρυσή του, το 1961, και έως το 1965. Η ποιητική ιστορία του Θέμελη αρχίζει ουσιαστικά με τον πόλεμο και την κατοχή. Τότε μυήθηκε στα νεότερα ποιητικά ρεύματα από τον πρωτοποριακό κύκλο του περιοδικού «Κοχλίας», του οποίου υπήρξε τακτικός συνεργάτης.  Όταν εκδίδει το "Γυμνό Παράθυρο" (1945) υπάρχει πια ένας κατασταλαγμένος, ανθρώπινος λυρισμός που συμπυκνώνεται πιο πολύ στη συλλογή "Άνθρωποι και πουλιά" (Κοχλίας, 1940). Και οι δύο συλλογές, αλλά και όλες οι κατοπινές, κατατείνουν σε μιαν "αναζήτηση του χαμένου προσώπου". Στον "Γυρισμό" (1940) υπάρχει η αναζήτηση του χαμένου αδελφού ενώ στην "Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες" το ελληνοκεντρικό ύφος αναζητά την τελειότητα του ιδεατού προσώπου. Στις "Συνομιλίες" (1953) κορυφώνεται η εγκατάλειψη του λυρισμού που αρχίζει στην "Ακολουθία" (1950) και η υποκατάσταση μ' έναν πραγματισμό με λυρικούς όρους. Μετά την παρένθεση του "Δενδρόκηπου" (1955) το "Πρόσωπο και το είδωλο" (1959) κορυφώνουν την ποίηση του Θέμελη, κι αργότερα στις "Φωτοσκιάσεις" ενώ υποψιαζόμαστε την ανεύρεση του προσώπου, του φωτός, αυτή έρχεται στο έργο "Η Μόνα παίζει" με αφορμή τη γέννηση της εγγονής του. Ένας διάλογος της αγάπης και του θανάτου ήταν οι συλλογές "Το δίχτυ των ψυχών" Ι και II (1965) ενώ η "Έξοδος" (1968) προαγγελία της εξόδου του σώματος απ' τον κόσμο. Ο Θέμελης πέθανε το 1975, έχοντας δώσει ένα πολύ σημαντικό έργο.
.
Αναζήτηση

Δεν θ' ακουστούν τα βήματά μας σε συνάντηση.

Σα νάχουμε χάσει τον εαυτό μας και τον γυρεύουμε
Σε δρόμους που περάσαμε, σε κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.

Σα να γυρίζουμε απ' έξω κι ανάβουμε το φως
Και μιλούμε, όπως μιλούσαμε, βηματίζουμε,
Ή στεκόμαστε ν' αφουγκραστούμε κάποιο θόρυβο.

Είμαστε θόρυβοι και θορυβούμε.

Είμαστε μικρά φτερά και χτυπούμε στον άνεμο.

Αγγίζουμε ο ένας τον άλλο και σωπαίνουμε ώρα πολλή
Σκύβοντας μέσα στα πρόσωπά μας να γνωριστούμε.

Η γνωριμία μας είναι μια μυστική υπόθεση που δεν τελειώνει.

Έρχεται σιγά σιγά ο ύπνος και μας τυλίγει.

Τα πρόσωπα που γνωρίσαμε, τα πράγματα που αγγίξαμε,
Φυσιογνωμίες, συναπαντήματα, χαμένες αστραπές,
Η γη που σπιθοβολούσε στην καρδιά μας,
Μπαίνουν μες στη γυμνή ψυχή μας, τη μοιράζονται.

Δεν ξέρω, αν είναι ο άνεμος που σηκώσαμε,
Που τον γεμίσαμε με τη μικρή βοή μας και μας θρηνεί
Στους δρόμους που περάσαμε, στις κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.

Δεν ξέρω αν είναι χιόνι που έρχεται να μας σκεπάση.
(Πού θα βρεθούμε το πρωί, σαν θα σημάνουν οι καμπάνες).

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)

Sunday 7 November 2010

Μίλτος Σαχτούρης

 Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.
Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλου, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδοσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952), το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέκος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική.
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι εννιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.  Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ίμβρου 2 στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε οικογένεια, διατηρούσε όμως δεσμό απο το 1960 με την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.

Η πληγωμένη άνοιξη

Η πληγωμένη άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
από όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένας πύργος κατακόκκινος
με ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σε σταυρώνουν θά έρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σε σταυρώνουν θά έρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θα ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της.

Thursday 28 October 2010

Αυτές οι εκβολές των ματιών σου...

... Αυτές οι εκβολές των ματιών σου
πνιγμένες μες σε γαλανά συρματοπλέγματα
για να μην έρχονται ποτέ ως εμάς τ' αγκάθια της λύπης σου
μα μόνο ο αχνός της λύπης που στεγνώνει
παρήγορα πάνω στο δέρμα σου – είχες ένα δέρμα
μυρουδιά κερήθρας
όταν καθίσαμε στην πιο σκληρή ακτή της ζωής μας.
Θυμάμαι, δεν σ' άγγιξα, μα όπως μιλούσαμε, οι φωνές μας
εσφίχτηκαν σαν δυο μικρά παιδιά με τόση απελπισία
που τίποτε δε θα μπορέσει πια να τις χωρίσει.


Από τη συλλογή Γενική αίσθηση (1954) 

Saturday 23 October 2010

Μανόλης Αναγνωστάκης

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 και έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουνίου του 2005, στην Αθήνα.
Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη έρχεται να αποτυπώσει τη σύνθλιψη μιας γενιάς που έζησε τον σπαραγμό του αδελφοκτόνου πολέμου, μια ιστορική συγκυρία αδιανόητης σκληρότητας και ακραίας απανθρωπιάς που πραγμάτωσε τον σουρεαλισμό στην πιο αδυσώπητη εκδοχή του. Εάν σε τέτοιες συνθήκες ο κοινωνικός περίγυρος τείνει να εκμηδενίσει τα πρόσωπα, τότε αυτό που πέτυχε ο ποιητής είναι πραγματικά σπουδαίο: κατόρθωσε να αναγάγει το προσωπικό του βίωμα, σε χρονικό της ελληνικής συλλογικής μοίρας μιας περιόδου η οποία άφησε πληγές που δύσκολα επουλώνονται.
Η σημαντικότερη προσφορά του στην αποτίμηση εκείνης της εποχής εκφράζεται στην ποίησή του μέσα από την οποία αποδίδεται μοναδικά η συναισθηματική αιμορραγία, η απόγευση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας.
Όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από μια ποίηση εξαιρετικής μουσικότητας και λυρικών απηχήσεων, ο Αναγνωστάκης εμφανίζεται νικημένος από μια πνιγηρή απόγνωση που τον συγκλόνιζε ως τα βάθη της ψυχής του. Αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ την προσπάθεια για μια κάποια συνέχεια, για τη διατήρηση της μνήμης- μία πεισματική ελπίδα για καλύτερους καιρούς. Αλίμονο, όμως: Με τι κόστος! Η λυγμική συγκίνησή του για όσα χάθηκαν, μετασχηματίζεται σταδιακά σε έναν βασανιστικό μονόλογο, σε μια λιτανεία ατελών σκέψεων και απροσδιόριστων ενοχών με τη φωνή του να ακολουθεί τον τόνο της σχεδόν ψιθυριστής παραίνεσης ή -ακόμη περισσότερο- της τραυματικής διαπίστωσης, την οποία θέλει συνεχώς να εκμυστηρευτεί στον αναγνώστη: «Τώρα δε μένει τίποτ’ άλλο/ οι δυο τρεις λέξεις μας σε μια γωνιά του δρόμου». Με τα σπαρακτικά ποιήματα των τελευταίων του βιβλίων, το δραματικό του ύφος γίνεται εξαιρετικά ελλειπτικό, αντικαθιστώντας τις μεγάλες ποιητικές εικόνες με απλές λέξεις, μεμονωμένες φράσεις από τις ρωγμές των οποίων διαχέεται η διάψευση, η μεταπολεμική προδοσία των ιδεών, η φθορά, οι απογοητεύσεις, η διαπίστωση των συμβιβασμών- εκεί που άλλοτε υπήρχε η άδολη φιλία και η γνησιότητα. Είναι στην τελευταία ποιητική του περίοδο που θα αποδεχτεί αμετάκλητα -με μια πικρή αυτοειρωνεία- τον κλειστό ορίζοντα της ζωής και της τέχνης και την συνακόλουθη ανάγκη μιας αδιαπραγμάτευτης σιωπής.

Ο Πόλεμος

Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια μέρα.
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις∙ απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ, συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
Στο λιμάνι τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούργιων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή.


Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.
«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι, (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ. κτλ.»
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε από ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
Οσονούπω όμως, ας τ' ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και να που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή.


Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια-μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ' εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ' τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες


Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!


Από τη συλλογή Εποχές (1945)

Sunday 17 October 2010

Θανάσης Κωσταβάρας

Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε στην Ανακασιά του Βόλου το 1927 όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1954 και εργάστηκε ως οδοντίατρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση. Για την αγωνιστική του δράση, την οποία συνέχισε και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου διώχτηκε και φυλακίστηκε. Στο χώρο της λογοτεχνίας παρουσιάστηκε το 1956 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Αναζήτηση. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία και το θέατρο. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, πολωνικά και γερμανικά

Η αγάπη δεν είναι ζάλη  
Η αγάπη δεν είναι ζάλη.
Δεν είναι άνθος που μεθάει απ' το φιλί της άνοιξης.
Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά.
Η αγάπη είναι φόβος.
Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά.
Tρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
'Aγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.
Παλεύει όλη νύχτα στ' αναμμένα αλώνια.
Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα.
Όταν κάτω απ' τα πόδια ανοίγονται
Τα κοφτερά φαράγγια.
'Oμως δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ' το σκοτάδι.

Saturday 9 October 2010

Ομορφιά δίχως πρόσωπο

Σ' εσένα που ήρθες
Απ' έναν κόσμο που δεν γνωρίζω
(Μοναδικό άσυλο της λησμονιάς)

Που ο άνεμος σμιλεύει
Στοχαστικά την κατατομή σου

Κι ο χρόνος απομακρύνεται
Τρομαγμένος
Δίχως ν' αγγίζει την όψη σου

Σ' εσένα που είσαι
Ένα κομμάτι νύχτας
Μες στη μοναξιά του κόσμου
Σχεδιάζοντας μεθυσμένα αστέρια
Και πετάγματα πουλιών

Αδιαπέραστη ιδεατή
Λυπημένη
Σαν ένα σύννεφο που βουλιάζει στα έλη

Φάντασμα της ομίχλης
Που σιγοπερπατεί

Τρέχω χαρούμενος
Να σε προϋπαντήσω

Να σε ξαναγεννήσω
Κάτω απ' τον ήλιο
Πιο αληθινή.

Από τη συλλογή Το πέπλο και το χαμόγελο (1963)


Sunday 3 October 2010

Πραγματικά Χέρια

«Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως
και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας
τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια
αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον
σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα
με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,
ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,
βάζουμε πότε-πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι
ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά
ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες».

Friday 17 September 2010

Το πρόσωπό σου

Το αληθινό σου πρόσωπο, φεγγάρι που επιστρέφει
δε θέλει πια να εξαπατά, δε βρίσκει αντιστάσεις
μες στα γρανάζια της ζωής που ξεκολλούν και σβήνουν
τις λάμπες, όταν μέσα μου βραδιάζει
Το πρόσωπό σου στο κενό της νύχτας ανεβαίνει
είναι ακατάληπτο, μαρτυρικό, καθώς πληγώνει
είδωλο μιας απερίγραπτης στιγμής
η φοβερή ανάμνηση που δε θα ξημερώσει
Το πρόσωπό σου ξεσκεπάστηκε και είναι
γυμνό σαν ανατέλλει μες στη μνήμη
σα θάλασσα που κάποτε θα γίνει καλοκαίρι
Το πρόσωπό σου δε θα γίνει καλοκαίρι
μες στους ανθρώπους δε θα ξημερώσει

Tuesday 24 August 2010

Τίτος Πατρίκιος

Ο Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Εργάστηκε για  κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Aντίσταση, στρατευμένος αρχικά  στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 καταδικάστηκε  σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της  στρατιωτικής του θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (και στον ’η Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια εξορίστου. Στην Ελλάδα επέστρεψε το  1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος, κοινωνιολόγος και  λογοτεχνικός μεταφραστής. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε  το 1943 με τη δημοσίευση ενός ποιήματός του στο περιοδικό Ξεκίνημα της Νιότης, ενώ το 1954 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική  συλλογή του με τίτλο “Χωματόδρομος”. Ιδρυτικό μέλος του  περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης από το 1954 δημοσίευσε  πολλά άρθρα και κριτικές στις στήλες του, ενώ πολλά  δοκίμιά του συμπεριλήφθηκαν σε συγκεντρωτικές εκδόσεις.  Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση (κείμενα των Σταντάλ,  Αραγκόν, Μαγιακόφσκι, Νερούντα, Γκόγκολ, Γκαρωντύ,  Λούκατς και άλλων) και την πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα  κοινωνιολογικά έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα φλαμανδικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά. Το 1994 τιμήθηκε με  ειδικό κρατικό βραβείο για το σύνολο του έργου του.
Για τον Τίτο Πατρίκιο, η Ποίηση παραμένει ένα μαγικό κλειδί που οδηγεί στην αποκάλυψη της αλήθειας. Ως καλλιτέχνης, μας οδηγεί στις ανοιχτές πληγές της μνήμης του τόπου μ’ ένα ποιητικό ταμπεραμέντο το οποίο -όπως του αναγνωρίζει ο Νικηφόρος Βρεττάκος από το 1954-: ”...έχει τη σφραγίδα της γνησιότητας. Η φωνή του μας ζεσταίνει. Το ταλέντο του είναι δεμένο με το χώμα και με την ψυχή, με τους ανθρώπους και με την ατμόσφαιρα της εποχής του. Έχει οξύ βλέμμα, αναπτυγμένο αισθητήριο, έχει την ικανότητα να δημιουργεί ικανοποιητικές προεκτάσεις με τα πιο απλά μέσα”.

Δυο άνθρωποι

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με ξαναστέλναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα έβρισκα, 
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξη από τη γυναίκα του).
'Οταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.
Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.

Monday 2 August 2010

Άρης Αλεξάνδρου

Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα το 1922. Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της τον πρώτο καιρό της κατοχής. Το 1941 η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Από το 1944, που συνελήφθη για πρώτη φορά, και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στην Λήμνο, στην Μακρόνησο, στον Άγιο Ευστράτιο κ.α. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στο Παρίσι το 1978.
Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον εμφύλιο. Συγχρόνως χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα.

Με τι μάτια τώρα πια
Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις τα
εξηντατέσσερα
μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα–
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ' αγγίξεις μές από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.

Wednesday 23 June 2010

Τάσος Λειβαδίτης

Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Σπούδασε νομικά, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46). Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954. Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
Η γυναίκα έχει σημαντική θέση στο μέργο του. Ο Λειβαδίτης εκτός από ηρωικός είναι και βαθιά ερωτικός. Κι αυτό με όλη τη σημασία της λέξης και μ’ όλο τον πόνο και τη συντριβή που περικλείει ο έρωτας.
Σύμφωνα με τους μελετητές του, το έργο του Τάσου Λειβαδίτη μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους:
1. Την επαναστατική, όπου συναντάει κανείς πολλά σοσιαλρεαλιστικά στοιχεία (μέχρι το 1966 με το βιβλίο «Οι τελευταίοι»).
2. Τη συμβολική αλληγορική (μέχρι το 1983 με τη συλλογή «Ο τυφλός με το λύχνο»).
3. Την υπαρξιακή (μέχρι τα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου», που εκδόθηκαν το 1990, μετά δηλαδή από το θάνατό του).

Αντίο
Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να
περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρί-
τες απ΄τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώ-
νες
τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώ-
θηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
από αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε
έξω
όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δεν θα γραφτούν ποτέ….

Sunday 6 June 2010

Νάνος Βαλαωρίτης

Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε το 1921 στη Λωζάνη της Ελβετίας. Είναι ποιητής και συγγραφέας, δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σπούδασε νομικά, φιλολογία (Αγγλική και Γαλλική) στα πανεπιστήμια των Αθηνών, Λονδίνου, και Σορβόνης.
Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή σύγχρονους ποιητές με διεθνή αναγνώριση, μια από τις πιο αυθεντικές φωνές και ένας από τους πιο πρωτότυπους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας αλλά και "επαναστάτης" που δεν συμβιβάστηκε.
Από το 1939, οπότε εμφανίζεται στο χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας, μέχρι σήμερα βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει να παρουσιάσει ένα πλούσιο ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό έργο.
Γνώρισε όλα τα μεγάλα πρωτοποριακά πνευματικά κινήματα στην Ευρώπη και την Αμερική, γεγονός που συνετέλεσε στη διεύρυνση της θεματικής του έργου του και έδωσε μια ευρύτητα στην προβληματική του. Στην Αγγλία, όπου έζησε κάποια χρόνια, μετέφρασε Έλληνες ποιητές του 1930 -Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Γκάτσο, ενώ γνώρισε τον Έλιοτ και όλο τον κύκλο του. Στο Παρίσι γνώρισε τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές. Στη διαμόρφωση της ποιητικής και της ποίησής του σημαντικό ρόλο έπαιξαν ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (είναι δισέγγονός του), ο Άγγελος Σικελιανός, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, οι ποιητές της Γενιάς του '30 και ο Γ.  Σεφέρης με το Μυθιστόρημα.
Η γνωριμία του με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, στάθηκε καθοριστική για την προσχώρηση του στο κίνημα του υπερρεαλισμού.
Δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και γραφή στο πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο από το 1968. Κατά την περίοδο της παραμονής του στην Αμερική (1971-1996) κυκλοφόρησε ένδεκα ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, και θεατρικά έργα, μία συλλογή με ποιήματα στη γαλλική και τρεις συλλογές στην αγγλική.
Οι υπερρρεαλιστές ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες, προέβαλαν τον «αυτοματισμό», αυτοματισμό της γλώσσας και της γραφής, επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνειδήτου, την απελευθέρωση της φαντασίας «με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική» και διακηρύτοντας τον απόλυτο μη κομφορμισμό.


Το μάθημα της χαραυγής
Με το κόκκινο φίδι που γεννιέται στο αίμα τους
με τη διπλή φλογέρα που κοιμάται στο βλέμμα τους
τα παιδιά σας θα μεγαλώσουν κι αυτά
θα τινάξουν το βαρύ χαλινάρι να εμποδίζει το όνειρό σας
θα παρατήσουν τους χορούς και τα παιχνίδια στα τρυφερά λαγκάδια
και θα περάσουν σιωπηλοί μαρμαροτράχηλοι τις ατσαλένιες πόρτες
να πλημμυρίσουν τη γερασμένη σας πολιτεία
και τ’ αγέρωχα παλικάρια μεθυσμένα από το αίμα της χαραυγής
θα τιναχτούν να γιορτάσουν το ξύπνημά τους
να τραγουδήσουν με τη δική σας φωνή ένα δικό τους αστέρι
ν’ αγναντέψουν με τα δικά σας βλέμματα ένα δικό τους ήλιο
να κοιμηθούν με το δικό σας ύπνο ένα λαφρύτερο ύπνο
και θάρθουν αστροντυμένοι
όπως έρχεται το φεγγάρι να λιώσει στην αμασχάλη του βουνού
και θάρθουν ηλιολουσμένοι
όπως έρχεται το μαχαίρι αστραφτερό να βρει το κοιμισμένο χέρι
και θάρθουν ανεμοπόδαροι θαλασσοφιλημένοι
να τινάξουν στη μαραμένη σας αγκαλιά τη ζωντανή τους αγάπη
τα πλούσια κι απλοϊκά τους δώρα.

Sunday 23 May 2010

Βύρων Λεοντάρης

Ο Βύρων Λεοντάρης  γεννήθηκε στη Νιγρίτα της Μακεδονίας το 1932. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν, και το 1939 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε επίσης κριτικά δοκίμια.
Κατ΄ εξοχήν ποιητής στοχαστικός αλλά και βαθύτατα «ηθικός», με ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις, δεν έπαψε να αναζητεί το νόημα της ποίησης σε έναν κόσμο διαψεύσεων και ματαιώσεων, όπου τα πάντα εκπίπτουν και χρεοκοπούν διαρκώς, συμπεριλαμβανομένης της ιδεολογίας αλλά και αυτής της ίδιας της γλώσσας. Όπως ο ίδιος γράφει, είναι ο «ποιητής μιας ποίησης που δεν μπορεί να υπάρξει», αυτός «που πεθαίνει μέσα στα μαύρα σύμφωνα»· μόνη παρηγοριά του ποιητή να μετρά την ακυρωμένη του ύπαρξη με λέξεις, λέξεις που, με ενσυνείδητο πλέον αυτοσαρκασμό, αναγγέλλουν την επερχόμενη, αναπόδραστη σιωπή.

[Από τη συλλογή Γενική αίσθηση (1954)]
Στάζει το σπίτι μας

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει.
Σπάνε στο μέτωπό σου οι στάλες και σημαίνουν
το εγερτήριο των λυγμών.
Και να! φουσκώνουνε τα βλέφαρά σου
- φλόκοι τού ονείρου που χτυπούν
στον άνεμο της λύπης - Ξεχειλίσαν
τα μάτια σου - και πού είναι; -
πλημμύρισε το πρόσωπό σου - και πού είναι
τα μάτια σου, πού είναι το πρόσωπό σου;

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου, και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μα εκεί μέσα θα χυθώ,
στα βάθη της μια πολιτεία φωνάζει τ' όνομά σου,
πηδάνε τα γαλάζια φώτα της, χορεύουν
στα σταυροδρόμια οι ελπίδες των μαλλιών σου.
Εκεί σε καρτερεί ένα σπίτι από ελαφρόπετρα,
χτυπούν την πόρτα - μπαίνεις,
στο μέτωπό σου λάμπει
το χαμόγελο της βροχής,
μυρίζουν τα βρεμένα ρούχα σου νύχτα κι αγάπη...

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου.
Πόσες φορές δεν πέρασα συρματοπλέγματα κι αγκάθια
για να 'ρθω αυτού να δω για λίγο
πόσο γλυκά χτυπά η καρδιά μου μες στα μάτια σου,
για να 'βρω το νερόκρινο το στόμα σου,
επάνω σου σκυμμένος να γυρεύω
τους παιδικούς σεισμούς σου να τρυγήσω...

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μια λίμνη φιλώ, μια θάλασσα αγκαλιάζω,
αιώνες θα μπορούσα αυτού να ναυαγώ
μα αυτός ο ωκεανός τού πόνου μού γλιστρά απ' τα χέρια,
υψώνει το λαιμό του ο τυφώνας και ψηλά
το πρόσωπο της θύελλας αστράφτει!

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει και χτυπούν
στο μέτωπο οι σταγόνες και χτυπούν
μια λίμνη που φιλώ, μια θάλασσα που αγκαλιάζω.
- Πού είσαι; πού είμαι; πού είναι το σπίτι μας;

- Δεν έχουμε σπίτι εμείς,
ποτέ δεν είχαμε σπίτι, ποτέ μια νύχτα αδιάβροχη στον πόνο.
Να 'σαι σίγουρη μονάχα
γι' αυτό που μπορούν να σκεπάσουν οι πλάτες μου
κι αγάπα αχόρταγα
τα μάτια, το στόμα και την τιμή μου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976) [2006]

Saturday 15 May 2010

Εν Τω Μηνί Αθύρ

Μελαγχολία και πένθος στο  σπουδαιότερο ίσως  ποίημα του Κ. Καβάφη. Με δυσκολία διαβάζει σε μία ταφόπετρα τα ξεθωριασμένα από τα χρόνια γράμματα,  επιτύμβιο για το Λεύκιο που πέθανε νέος, στα οποία ο ποιητής (αναγνώστης και αυτός), με αβέβαια μνήμη, συμπληρώνει τα κενά με τα γράμματα μέσα στις αγκύλες. Ο  Αθύρ είναι μήνας πένθους για τους αρχαίους Αιγυπτίους και παραπέμπει στη Θεά Αθώρ του έρωτα και του θανάτου.  Ο Λεύκιος  ήταν ένας Κόπτης Χριστιανός μέλος της εκκλησίας της Αιγύπτου. Εδώ μπλέκονται ο χριστιανισμός με τον παγανισμό των αρχαίων Ελλήνων και Αιγυπτίων. Πρόκειται για τριπλή ανάγνωση, η πρώτη της ξεθωριασμένης ταφόπετρας, η δεύτερη του ποιητή που συμπληρώνει τα κενά και η τρίτη του αναγνώστη του ποιήματος που διαβάζει το ολοκληρωμένο κείμενο. Ψυχή και πέτρα μαζί, χωρίς να αντιδιαστελλονται. Αποδεικνύεται δε η θαυμαστή αναγνωστική λειτουργικότητα που έχουν τα σημεία στίξης. Η δομή του ποιήματος είναι όπως δημοσιεύεται με  κενά ανάμεσα σε κάθε πρόταση.

Με δυσκολία διαβάζω             στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».             Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Αθύρ»             «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας             «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει             που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω             «Αυτό[ν]... Αλεξανδρέα
Μετά έχει τρείς γραμμές             πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω -             σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα»,             και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος             μεγάλως θ' αγαπήθη.
Εν τω μηνί Αθύρ                      ο Λεύκιος εκοιμήθη.

Saturday 8 May 2010

Είναι των ουρλιαχτών εποχή, η εποχή μας!

Μέσα στο θλιβερό κλίμα των ημερών, των αντιλαϊκών 
μέτρων και του θανάτου των ανθρώπων δεν βρήκα 
κουράγιο να κάνω ανάρτηση. Σήμερα αναρτώ δυο 
(κατ΄εξαίρεση όχι Ελληνικά ποιήματα) του Μπέρτολ 
Μπρεχτ σαν φόρο ψυχής στις μέρες μας.

 Aν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
(Wenn Das bleibt, was ist)
Aν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
είσαστε χαμένοι.
Φίλος σας είναι η αλλαγή
η αντίφαση είναι σύμμαχός σας.
Aπό το Tίποτα
Πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί
πρέπει να γινούνε τίποτα.
Aυτό που έχετε, απαρνηθείτε το και πάρτε
αυτό που σας αρνιούνται.
(1936)


Σε σκοτεινούς καιρούς
(In finsteren Zeiten)

Δε θα λένε: Tον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της
ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Tον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.

Δε θα λένε: Tον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά 

στου  ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: Tον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.

Δε θα λένε: Tον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Tον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν
ενάντια στους εργάτες.

Mα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;
(1937)

Wednesday 28 April 2010

Κική Δημουλά


Γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα, όπου και ζεί. Παντρεύτηκε τον μαθηματικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.
Εξομολογείται η ίδια:
Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής.

Φωτογραφία 1948
Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι για αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ο καταδότης.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για νά έχω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου νά 'ναι έρχεσαι.
Φαίνεται από τη ζωή μου
ζωή πέρασες κάποτε.

Saturday 17 April 2010

Τάκης Βαρβιτσιώτης


Γεννήθηκε το 1916 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διαμένει μέχρι σήμερα. Σπούδασε νομικά στο Α.Π.Θ. και το 1940 διορίστηκε δικηγόρος, αλλά παρέμεινε αφοσιωμένος αποκλειστικά στην ποίηση. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1936 στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» και πιο δυναμικά μια δεκαετία αργότερα όταν εκδόθηκε το περιοδικό «Κοχλίας». Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης δέχτηκε έντονες επιρροές από το καλλιτεχνικό ρεύμα του υπερρεαλισμού (κυρίως από τους Ρεβερντύ και Ελυάρ). Στην ποίησή του κυριαρχούν ονειρικά και φυσιολατρικά στοιχεία, ενώ έντονη είναι η μουσικότητα του λόγου του.

 Είναι η ώρα
Είναι η ώρα που κλείνουν τα παράθυρα
Που η μικρή κόρη της σελήνης
Περνάει ανάμεσα από το φεγγίτη
Πάνω στα νερά της μουσικής

Είναι η ώρα που ένα αόρατο σπαθί
Πλανιέται πάνω από τα χείλη μας
Και δυναμώνει η λάμψη των φιλιών
Που η μαύρη νύχτα ξεπετιέται από τ' αρμάρια
Και βουλιάζουν οι στέγες κάτω από την πάχνη των πουλιών

Είναι η ώρα που κυλάει μέσα στις φλέβες μας
Το αίμα όλων των αγαπημένων μας νεκρών
Και που ευωδιάζουν τα λείψανα σαν άνθη πορτοκαλιάς
Που αποτυπώνεται πάνω στα τζάμια
Η κίτρινη κόμη της λησμονιάς

Από τη συλλογή Η ατραπός (1984)

Saturday 10 April 2010

Νίκος Εγγονόπουλος


Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας Καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του 30' ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια. Ο Εγγονόπουλος αποτύπωσε στο ποιητικό του έργο την αγωνία του για τη «ζωή και το θάνατο των ποιητών». Συχνά μοιάζει να βασανίζεται και να διχάζεται σχεδόν ανάμεσα στην ακλόνητη πίστη σε μια αθανασία κερδισμένη με αίμα και πόνο ψυχής, από τη μια μεριά, και την απογοήτευσή του μπροστά στη μικροψυχία αυτών που ξέρουν να  «δολοφονούν τους ποιητάς» από την άλλη.


Το χέρι
Εις Ανδρέαν Εμπειρίκον

ωραίο δίχτυ
που έπλεξε η
κόρη
η κόρη - τέκτων
ορθή ως
στέκονταν εις το παράθυρο του Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
φιλόξενο
ωσάν καλός θεός
ισχυρό
σαν τ' άσπρα πλήκτρα
της χαράς
ωραίο δίχτυ
που έβαψε
με το χρώμα των ματιών της
και μύρωσε
με τ' άρωμα των πλούσιων μαλλιών της
η κόρη που εστέκονταν
ορθή
εις το παράθυρο τ' Αναπλιού

ωραίο δίχτυ
ωραία κόρη
ωραίο παράθυρο που φώτιζες
μέσα στη νύχτα
τ' Αναπλιού
ωραίο παράθυρο που φώναζες
ωραία κόρη που φώτιζες
ωραίο δίχτυ
μέσα στο χρώμα
τ' Αναπλιού

ωραίο δίχτυ
γύρω τρογύρω
εις τον λαιμό μου
είτανε
κόρη
τα ωραία μαλλιά
σου
καθώς τα έπλεκες
εις το παράθυρο
μέσα στο φως

ωραία νύχτα
μέσα στο
βλέμμα σου
είτανε κόρη
καθώς τη ζήσαμε
τρελλοί από έρωτα
γυμνοί θεόγυμνοι
τρελλοί από έρωτα
-μιά νύχτα έρωτος-
μέσα στο δίχτυ του Αναπλιού

Tuesday 6 April 2010

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη, από γονείς μικρασιάτες. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Αρσλάνογλου. Ήταν απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Γαλλικού Λυκείου Θεσσαλονίκης (1949). Το 1964-1965 φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου ως υπότροφος της αιγυπτιακής κυβέρνησης και το 1966-1967 παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας και γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Aix en Provence. Πήρε το δίπλωμα Ανώτερων Γαλλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Παρισιού (1966) και το πτυχίο Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1971).
Στην ποίηση του Ασλάνογλου η καθημερινότητα αποτυπώνεται μέσα από χαμηλωμένα φώτα, φωνές που σβήνουν, μια ομίχλη φωτεινή, βροχή και δάκρυα, μουσική και ψιθυρίσματα αλλά και μεγάφωνα ανοιχτά, αυτοκίνητα, φώτα ηλεκτρικά, σφαιριστήρια, γήπεδα, παραθαλάσσια καφενεία, θέρετρα, παγωμένα γιαπιά, λάσπες, νεόχτιστα, θρύψαλα, χειρουργεία, λειτουργίες ερωτικές και τέφρα, ασφάλτους που πύρωσε η ημέρα και ένα επίμονο ψιχάλισμα, εργατουπόλεις και σκοτεινά τοπία, μηχανές και εργοστάσια, φώτα του γκαζιού και σκονισμένες θάλασσες, πράσινες ακρογιαλιές και ερειπωμένους σταθμούς, κτίρια γυμνά και ελπιδοφόρα σήματα, γνώριμα κλειστά τοπία και ένα ζεστό συννεφιασμένο πρωινό...


Αποχαιρετισμός

Συναντηθήκαμε αργά το απόγευμα κάπου προς τον παλιό σταθμό.
Φυσούσε από το πρωί και η θάλασσα ήταν έρημη
στα καφενεία και στα τραμ της αφετηρίας.
Κρατούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή
συγκατάθεση τα δικά μου. Μες' το σακίδιο ήταν όλος ο κόσμος του-
πουλόβερ, βιβλία, γράμματα... Έπρεπε να 'ρχόταν τα πράγματα
αλλιώς, μα το θελήσαμε τάχα;
Άχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα.
Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου τόση ερημιά.
Έβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε φωτεινά σήματα,
πικρά ολομόναχα φώτα.

Sunday 28 March 2010

Γιώργος Σεφέρης

Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό όνομα του Γεωργίου Σεφεριάδη) γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη, στη μικρασιατική, ελληνική πέρα ως πέρα μεγαλούπολη. Οι Σεφεριάδηδες έφυγαν το 1914 για την Αθήνα, όπου ο ποιητής τελείωσε το γυμνάσιο και εξακολούθησε τις νομικές του σπουδές στο Παρίσι (1918-24).


Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ
Ανάμεσα στα κόκαλα
μια μουσική:
περνάει την άμμο,
περνάει τη θάλασσα.
Ανάμεσα στα κόκαλα
ήχος φλογέρας
ήχος τυμπάνου απόμακρος
κι ένα ψιλό κουδούνισμα,
περνάει τους κάμπους τους στεγνούς
περνάει τη θάλασσα με τα δελφίνια.
Ψηλά βουνά, δε μας ακούτε!
Βοήθεια! Βοήθεια!
Ψηλά βουνά θα λιώσουμε, νεκροί με τους νεκρούς!

Κάιρο, Αύγουστος '43

Sunday 21 March 2010

Στ΄ αστεία παίζαμε...

Στ΄αστεία παίζαμε.

Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιου σας δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.

Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά από το φως της ημέρας -
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε· χάναμε ολοένα
Πως θα φύγουμε τώρα; που θα πάμε; ποιός θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!

Tuesday 16 March 2010

Ερείπια

Το κλειστό βιβλίο
Το λυπημένο βιολί
Ο ραγισμένος άγγελος που αγρυπνεί

Πού είστε παιδικά μου χέρια
Με λησμονήσατε
Μα δεν μπορώ
Δεν έχω πια τα μάτια μου να κλάψω

Η βροχή αποκλείστηκε στον κήπο
Απ' τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται
Καρδιές
Μικρά φώτα
Ο ήχος μιας καμπάνας
Η προσευχή

Ακόμα καπνίζουν
Των ημερών τα ερείπια

Από τη συλλογή Φύλλα ύπνου (1949)

Tuesday 9 March 2010

Απ' τες εννιά

Δωδεκα και μιση. Γρηγορα περασεν η ωρα
απ'τες εννια που αναψα την λαμπα,
και καθισα εδω. Καθομουν χωρις να διαβαζω,
και χωρις να μιλω. Με ποιονα να μιλησω
καταμονος μεσα στο σπιτι αυτο.

Το ειδωλον του νεου σωματος μου,
απ'τες εννια που αναψα την λαμπα,
ηλθε και με ηυρε και με θυμισε
κλειστες καμαρες αρωματισμενες,
και περασμενην ηδονη-τι τολμηρη ηδονη!
Κ'επισης μ'εφερε στα ματια εμπρος,
δρομους που τωρα εγιναν αγνωριστοι,
κεντρα γεματα κινησι που τελεψαν,
και θεατρα και καφενεια που ησαν μια φορα.

Το ειδωλον του νεου σωματος μου
ηλθε και μ'εφερε και τα λυπητερα.
Πενθη της οικογενειας, χωρισμοι,
αισθηματα δικων μου, αισθηματα
των πεθαμενων τοσο λιγο εκτιμηθεντα.

Δωδεκα και μιση. Πως περασεν η ωρα.
Δωδεκα και μιση. Πως περασαν τα χρονια.

Η πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.

Sunday 7 March 2010

Ο σταθμός

Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ' ονειρό μου
είναι ενα σκοτεινό τοπείο
και περιμένω ένα τραίνο.
Ο σταθμάρχης μαζεύει μαραγαρίτες
που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες
γιατί έχει πολύν καιρό νάρθη
τραίνο σ' ετούτον το σταθμό
και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια
κάθομαι πίσω απ' ένα τζάμι
μάκρυναν τα μαλλιά, τα γένεια σά νάμαι άρρωστος πολύ
κι όμως με παίρνει πάλι ο ύπνος
σιγά-σιγά έρχεται εκείνη
κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι
με προσοχή με πλησιάζει
το μπήγει στο δεξί μου μάτι!

Όταν

Όταν κλείνω τα μάτια
ξεκινάει από μακριά
η αγαπημένη έρχεται
και με κοιτάζει

όταν σβήνω το φως
έρχεται ο θάνατος και
μου φιλά τα χέρια.

Tuesday 2 March 2010

Αν

Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.
Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.

Sunday 21 February 2010

Σκιές στο χρόνο (Ι)

[Από την ενότητα Σκιές στο χρόνο]
Trattando l' ombra come cosa salda
Purgatorio c. 21 v. 136
Ι
Μόλις άνοιξα το βιβλίο με τις σειρές,
άρχισαν οι σκιές να γλιστρούν.
Γι' αυτό δεν μπορώ ποτέ να ησυχάσω
σε κανένα καιρό, όσο υπάρχουν
τόσα φαντάσματα, ακατάλυτα
σε παρελθόν και μέλλον.
Πώς οι άνθρωποι συζούν,
ζώντας σε χρόνους διάφορους;
Ποιος τους συνδέει καιρός,
πώς λησμονούν;

Σκιές σειρές που προσέρχονται
και παρέρχονται,
                          σηκώνομαι
να κινηθώ και δεν είμαι
μαζί μου. Σκιώδεις κινήσεις,
θα έπρεπε κάποτε να βρεθώ
ευτυχείς να βρεθούμε σε αρμονίες,
στις εποχές βέβαιοι,
πως υπάρχουμε στην επιθυμία
του χρόνου. Άλλα, άλλοτε, αλλού,
πού ψυχή μου;
Μια πάνω στην άλλη
χαλάν αυτές, γίνονται σκιές
οι επιθυμίες,
ξαναρχίζουν πάλι
καταστάσεις παλιές να ξανάρχονται,
στιγμές αχάλαστες, οι σκιές
υπάρχοντας άτρωτες φαντασίες
δεν καταστρέφονται.

Από τη συλλογή Φαντασία του χρόνου (1949)

Thursday 18 February 2010

Όπως τα τριαντάφυλλα

Δύσκολα χρόνια
τρομαγμένα παιδιά
σιάχνουν με χαρτί κοκοράκια
τα βάφουν μαύρα
σα σβησμένα κεριά
τα βάφουν κόκκινα
σα ματωμένα λουλούδια
κι απορούν οι μανάδες
που ύστερα έρχεται
ο μεγάλος φίλος
ο κατάμαυρος φίλος
με τα χρυσά χέρια

και τα παίρνει

Tuesday 16 February 2010

Το χρυσάφι

Κάποτε
θα σταματήσουμε
σα μια γαλάζια άμαξα
μέσα στο χρυσάφι
δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
άλογα
δε θά έχουμε τίποτα να αθροίσουμε
δε θά έχουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε

κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσα από τη μαύρη τρύπα
του ήλιου
που θα καίει

Thursday 11 February 2010

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος...

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ' ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά·

κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιά μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί·

κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ --
καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή!

Saturday 6 February 2010

Επάνω στα ίχνη

Περπατώ και θυμούμαι

Κάτι ξέχασα 
Κάτι είχα να κάμω

Πουθενά δεν είναι ο κόσμος
Κλεισμένοι ο ένας στον άλλο
Γνωρίσαμε τη νύχτα που ομιλεί

Κάθε πρωί γίνεται φως
Καινούργιος ουρανός
Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Χέρια ξεχασμένα μέσα στη σάρκα

Περπατώ και θυμούμαι
Γυμνή στιγμή απέραντη διάρκεια

Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Διπλό κορμί ακέραια μοναξιά

Να κοιμηθώ να γνωρίσω ατέλειωτα.