Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα το 1922. Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της τον πρώτο καιρό της κατοχής. Το 1941 η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Από το 1944, που συνελήφθη για πρώτη φορά, και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στην Λήμνο, στην Μακρόνησο, στον Άγιο Ευστράτιο κ.α. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στο Παρίσι το 1978.
Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον εμφύλιο. Συγχρόνως χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα.Με τι μάτια τώρα πια
Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις τα
εξηντατέσσερα
μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα–
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ' αγγίξεις μές από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.
Α!! Φίλε Κώστα τούτο το ποίημα του Αλεξάνδρου με έφερε κοντά στα δάκρυα. Φίλε μου εκεί:
ReplyDelete"γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια."
Λυπούμαι Κώστα μου δεν έχω άλλα λόγια.
Μόνο ευχαριστώ!!
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
ReplyDeleteΑλήθεια Χριστόφορε κάποιες στιγμές διαβάζοντας το ποίημα μένεις άφωνος από τη δύναμη των λέξεων. Καλό βράδυ.
Πράγματι μένεις άφωνος από τέτοια δύναμη ψυχής !! Την θλίψη κι εκείνο το σπαραγμό για τον πρόωρο χαμό της μάνας ...κι εκείνο το:
ReplyDelete"με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη " αφήνει τέτοια πίκρα !!
Καλό βράδυ Κώστα κι εγώ σ ευχαριστώ !!!!
Μουελεγε ενας φιλος θαυμαζω αυους που ειναι ενα σκαλοπατι πανω απο μενα ...εσυ εισαι πολλα σκαλοπατια ..καλημερα!
ReplyDeleteΕξαιρετική περιγραφική δύναμη στις εικόνες.
ReplyDeleteΚι εγώ σ΄ευχαριστώ που μας πλουτίζεις τη γνώση και την αντίληψη μέσα από τις σύντομες βιογραφίες και το εκάστοτε ποίημα. Σημαντικών δημιουργών που αγνοούσαμε.
Καλό Σαββατοκύριακο.
Δέσποινα Γιαννάκου
ReplyDeleteΣυγκλονιστικό και ανθρώπινο σε γεμίζει συναισθήματα και συγκινήσεις. Όπως το λές Δέσποινα μένεις άφωνος. Καλή μέρα.
ΜΑΓΟΣ!
ReplyDeleteΣε ευχαριστώ φίλε μου η ποίηση όντως έχει μια ξεχωριστή δύναμη να συναρπάζει αυτούς που την κοινωνούν. Καλή μέρα.
Κωνσταντίνος Κόλιος
ReplyDeleteΦίλε μου Κωνσταντίνε σε ευχαριστώ πολύ. Εξαιρετική δύναμη και ένταση περιγραφής, όπως το λες. Την καλημέρα μου.
Είναι μια μαλακία και μισή
ReplyDelete