Thursday 24 November 2011

Τζένη Μαστοράκη: ο Δούρειος Iππος


Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ένα ποίημά της που περιλήφθηκε στην "Αντι-ανθολογία" του Δημήτρη Ιατρόπουλου, το 1971. Την επόμενη χρονιά τα ποιήματά της κίνησαν το ενδιαφέρον του Γιάννη Ρίτσου και της Νανάς Καλλιανέση, και εκδόθηκε από τον "Κέδρο" το πρώτο της βιβλίο, "Διόδια", με τίτλο που επέλεξε ο ποιητής. Έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα τέσσερα βιβλία ποίησης ("Διόδια", 1972, "Το σόι", 1978, "Ιστορίες για τα βαθιά", 1983 και "Μ' ένα στεφάνι φως", 1989), με το τελευταίο βιβλίο της, εμπνευσμένο από το έργο του Δ. Σολωμού, να έχει συγκεντρώσει την καθολική, σχεδόν, αποδοχή κριτικής και κοινού και να έχει επαινεθεί, μεταξύ άλλων, για την αριστοτεχνική χρήση της ελληνικής γλώσσας (Γ. Π. Σαββίδης) και της μυθοποιητικής παράδοσης (Δ. Μαρωνίτης). Τα ποιήματά της μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες και δημοσιεύθηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά. Η διευθύντρια του προγράμματος ελληνικών σπουδών στο Columbia University της Νέας Υόρκης, Karen Van Dyck, αφιερώνει στη Τζένη Μαστοράκη ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου της "Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές" (1998), θεωρώντας την "μία από τις κορυφαίες ποιήτριες και μεταφράστριες της Ελλάδας". Δεινή μεταφράστρια, η Τζένη Μαστοράκη έχει μεταφράσει συγγραφείς πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως οι Τζέι-Ντι Σάλιντζερ, Κάρσον ΜακΚάλερς, Ελίας Κανέττι, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Καρλ Μαρξ, Κάρλο Γκολντόνι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλαιρ, Λιούις Κάρολ, Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέην, Μιγέλ δε Θερβάντες, Χάουαρντ Μπάρκερ, Πωλ Σουήζι, Άγκνες Χέλερ, κι ακόμη τον "Πετροτσουλούφη" του Χάινριχ Χόφμαν και παραμύθια των Αδελφών Γκριμ. Το 1989 τιμήθηκε με το Thornton Niven Wilder Prize του Columbia University (Translation Center) για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου και το 1992 με το ειδικό βραβείο του ΙΒΒΥ (International Board on Books for Young People) για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου "Ο ταξιδιώτης της αυγής", του Σι-Ες Λιούις (εκδόσεις Kέδρος). Ποιήματά της στα ελληνικά και σε γαλλική μετάφραση, επιλεγμένα από την ίδια, περιλαμβάνονται στο ιστολόγιό της: http://mastorakilfh2007.blogspot.com.
Πηγή: http://www.biblionet.gr/

Ο Δούρειος Ίππος
I
Ο Δούρειος ίππος τότε είπε
όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους,
κι είπαν γιατί, κι είπε
πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό.
Κι ύστερα, εκείνος
έτρωγε ελαφρά τα βράδια
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα πάρκ.
II
Μαθαίνουμε να διαβάζουμε συλλαβιστά
τις μεγάλες κραυγές.
Αγγίζουμε
αποκαθιστώντας τις αισθήσεις
στο ακέραιο.
Τώρα πια ξέρουμε πως τα μήλα στα καφάσια
έχουνε τη δική τους λάμψη
και τα φτηνά παπούτσια
στα υπόγεια της Αιόλου
συνθέτουν βουβά το εμβατήριο
όλων των λαών της γης.
III
Δραπετεύω μεσ’ από τις λέξεις
που δεν είπα.
Εγκαταλείπομαι
στις ώρες που πιο πολύ αγάπησα
Αυτή η σιγή δεν έχει τέλος.
Τρομάζω να περιμένω
αυτό που δε θα’ ρθει.
Τρομάζω στη σκέψη
αυτών που δεν έγραψα.
Αυτή η σιγή
απόλυτα δική μου
με κατακερματίζει.
IV
Η μέρα που ‘φυγε
σ’ αφήνει ένα κέρμα τηλεφώνου
δίχως να ξέρεις ποιον να πάρεις
και να του πεις
πως έξω η δύση μοιράζει προκηρύξεις
στους ανεμοδείχτες.
Σ’ αφήνει ένα μικρό χαρτί
σε μια κλειστή παλάμη
μ’ ένα μολωπισμένο μήνυμα.
Μένεις λοιπόν με το κέρμα στη χούφτα
και το κοιτάς, που έχει από τη μια
ένα τραχύ προφίλ της Δικαιοσύνης
και το κηρύκειο του Ερμή στην άλλη
σύμβολα που δεν το μπορείς
όσο κι αν θες
να τα εξηγήσεις
V
Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά,
για πάντα εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για
πάντα το κακό σημάδι του, παραφροσύνη δίχως
γυρισμό, φοβέρα σκιάζει,
μια ιερή σαρκοφαγία πού εξαντλεί.
VI
Και να σαλπάρουν με βουή, σαν αδειανά, μπάρκα
που ξέμειναν σε κρεμαστούς λιμένες ενδοχώρας,
ταξίδι που τους έγραφε, τ άστρα καλά,
τα ίσαλα στο αίμα, η λύσσα αρμένισμα,
κι ανάστροφα στο ρεύμα ο ναυαγός, μακριά
γαβγίζει τα καράβια, τ άστρα,
τα κοιμητήρια που ωραία βουλιάζοντας -
ωραία κοιμητήρια της θαλάσσης, όπου το πιο μικρό
έχε γεια βουλιάζει αντίο για πάντα.
VII
Ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην
πεις, και μη ρωτάς, που κλείδωσαν, απ’ τα ψηλά
της παραθύρια γκρέμιζε τα λόγια αλλιώς
VIII
Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, δεν ει-
ναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν, όσο μονάχα
εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
-δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν-
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή, τι σκοτεινό
ανατρίχιασμα, στους λάκκους, σημάδια που άλλο-
τε, μικρός περιηγητής,
-Τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους-
δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή, παρέκει θρόισμα
τελειώνει τα’ ακριβά του ρούχα.
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας, πί-
σω απ΄ τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που
ζυγίστηκε ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά-
τρελό φεγγάρι.
IX
Πρέπει να ‘ναι δύσκολη
η δουλειά του ποιητή.
Προσωπικά, δεν το ξέρω.
Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή
έγραφα μόνο
κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα
για τις άνυδρες συνοικίες,
τα ’κλεινα σε μπουκάλια
και τα πετούσα στους υπονόμους.

Thursday 3 November 2011

Οδυσσέας Ελύτης, Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ