Saturday 19 September 2009

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Οταν χανόμαστε σε σκέψεις,
χάνουμε αυτή την αμεσότητα του θαύματος
καθημερνού και ατελεύτητου
λίγο πιό δω απ´την οργή μας και τον φόβο μας,
λίγο πιό κει από τα μαραμένα βλέφαρά μας.
Το θαύμα,σταγόνα πρωϊνής δροσιάς στα πέταλα του ρόδου.
Το θαύμα της γαλάζιας της σκιάς
καθώς γλιστράει στους τοίχους των σπιτιών τη νύχτα
Κι ένας αρχάγγελος πάνω απ´τον θόλο της οδύνης μας,

να ραίνει μ´άστρα την αμήχανη σιωπή μας...

Βασιλική Φράγκου


Τα ποιήματα της άλλης μέρας

1

Μπρος στο παχύ μου μαύρο σκοτάδι
ανοίγει θαυμάζοντας το μυαλό
την άγρια ομορφιά των ασυνείδητών μου πόθων

2
Μ’ αγαπάει γυρνώντας το αφοσιωμένο του πρόσωπο στη θάλασσα
Μόνο το χαμόγελο δεν προχωράει
αντιγράφοντας τις πέτρες με αδέξιες συσπάσεις
κι έχει ένα χέρι αργό σα φως πάνω σε κάθε μίσχο
προσεχτικό σα νεράκι που σταλάζει από ελαφρή πέτρα πάνω στην άμμο
Τον αντιγράφω κι εγώ τοποθετώντας τις πέτρες στον άλλο ορίζοντα
εκεί που το φως είναι μηδαμινό και τα πουλιά πετάνε ελεύθερα χωρίς αγγίγματα
και το καθετί είναι τα πάντα

3
Περνάει χαμηλά, περνάει κοντά
κι ειν’ ανοιχτές οι δυό του άκρες
Γεμίζει τις άκρες του κόσμου και φεύγει
Κι είναι πολύ, πάρα πολύ να σηκώσει τόσο βάρος
Οι πέτρες φορτωμένες με τη σιωπή πέφτουν μεσ’ στην ανησυχία

4
Σταματάω τον εαυτό μου κι αρχίζω εσένα στον ορίζοντα
Είναι καφέ το ένα σου πόδι σαν το χώμα
και είναι το μικρό σου σχήμα αφάνταστα όμορφο
κι ειν’ εύκολο έτσι να σε πω
όπως ανοίγεις κάθε ήχο και ξεκινάς απλά τα πράγματα

5
Κι αν στο μικρό σου φτερό γίνει μια ρωγμή και γεμίσει καμπύλες η άμμος
κι αν στο φως εμφανιστείς σα μικρό σημάδι
Το πρώτο κομμάτι του ήλιου πάντα θ’ ακινητεί –
όσο υπάρχεις

6
Σπάω και σταλάζω σαν κλαδί
στο φως
της άνοιξης
Γερές γραμμές πυκνώνουν το χώμα
και πέφτω μ’ ανοιχτά τα μάτια
μες στις πέτρες

7
Πέφτω πλάι σου –
σ’ όλους τους τόπους που άφησες
στην αφημένη παρουσία σου –
τους τόπους που άφησες
στους τόπους που άφησες ψάχνω τις βαθιές λακκούβες σου

Ξένη Σκαρτσή

ΗΔΟΝΙΚΗ ΝΕΟΤΗΤΑ

Δεν είναι πια το σώμα ή η μορφή που αγαπήσαμε σ’ εκείνη
       την ηδονική νεότητα
Και ούτε οι ονομασίες των δρόμων ή των σταθμών που ταξιδέψαμε
Με τον άγγελο να μας γνέφει πίσω απ’ το τζάμι της βροχής.
Είναι ο αγέρας που φυσά μες στις βαθιές
Στις άγριες ραγισματιές π’ άνοιξε ο χρόνος
Κι είναι η άβυσσος που βρυχιέται γύρω μας
Όρθια ξέσκεπη άβυσσος
Όπου ηχούν ακόμα οι πέτρες που έριξα
Να την πατώσω.

Το σώμα μου κρατάει ακέραιη την ηδονή εκείνη
Μεσ’ σε δωμάτια
Που προεξέχουν μια σπιθαμή από τη μνήμη
Και με παιδεύουν με των κεριών τους το ημίφως

Δωμάτια παρατημένα να τα μετρούν οι καταιγίδες
Ξέρω, ήταν λίγο πριν απ’ τη μικρή αιωνιότητά μας
Λίγο πριν σημάνει για το τραγούδι
Δεν είχα δει το μνήμα που ανάβλυζε σκοτεινό μέσα μου
Να αιχμαλωτίσει το χρόνο
Δεν είχα δει το πέρασμα του αγγέλου.   


 Μαρία Πόθου

Κολάζ

Γιατί κολλήσανε τώρα σ’ αυτό το κείμενο
Ας βγάλει ο αναγνώστης κάποιο
νόημα αν τα νοήματα είναι
πολλαπλά
ή ας μη βγάλει ολωσδιόλου αν
οι ερμηνείες όπως λένε περιττεύουν
ή αν  η ίδια η σημασία αυθαίρετα
μπορεί το τίποτε να εννοεί
ή οτιδήποτε
Ας μη ξεχνάμε πως αμφισημίες συχνά
προκύπτουν κι από ατυχή διατύπωση
γι αυτό καλύτερα να επικεντρωθούμε 
στη διαίσθηση πως κατά βάθος
κάτι αβέβαιο τρίζει

Ωστόσο παρατείνεται κι αυτό το απόγευμα
μες στη κενή κανονικότητα του, στον
τρίτο πάντα όροφο, γραφείο
αρχισυντάκτη με κείμενα αυτιστικά
ώρα αιχμής, στους δρόμους μποτιλιάρισμα
μια μέρα επίσης τελειωμένη πλαδαρή
όταν για μένα το μοναδικό σημαίνον
είναι το αντι-κείμενο του πόθου μου
εσύ
και άλλοθι μου να σου ψιθυρίζω
λόγια σε γλώσσα δωρεάν χωρίς εφέ
άδεια φλιτζάνια του καφέ και αποτσίγαρα

Μ’ άφθαρτους φθόγγους, σύμφωνα
που φιλούν, φωνήεντα
μακρά να διαρκούν, ρέοντα ρήματα
παθητικά, επίθετα αισθαντικά
προθέσεις αφοσίωσης, συνδέσμους
τελικούς, επιφωνήματα ααχ…
Μ´ όλα του λόγου μου τα μέλη να σ´ αγγίξω
με οίστρο και πνοή να σε δονήσω, από
τις νόρμες να σε ξεκολλήσω
να ζήσουμε επιτέλους ένα πάθος σ’ ένα
κοινό πεδίο αναφοράς
σε μια νεωτερικότητα απαρχής
κι από νεκρός γραφιάς να ξαναγίνω ο κατά
κόσμο ποιητής, κι εσύ
η Μαργαρίτα, η Λάουρα, η Ελένη…

Το λυκόφως αιωρείται ξέπνοο
Όλα είναι μέσα στο χαζό παιχνίδι τελικά
κι από τις λέξεις μόνο η σκόνη πάνω
στο τραπέζι  για να γράφεις με το δάχτυλο
Ασφαλώς και υπάρχουν άλλες πόλεις
δεν καταφέρνω όμως να συγκεντρωθώ
παρά μόνο σ´ αυτόν τον κύβο ζάχαρης που
λαμπυρίζει τώρα στο ηλεκτρικό φως

Μάρω Παπαδημητρίου

Το πουλί ποίημα

Έρχονται πάλι στ’ όνειρο τοπία
Του προγονικού πλανήτη
Πυκνοκατοικημένα απ’ τον πληθυσμό των αοράτων
 
Σύννεφα σε αντίθετη περιστροφή του θόλου,
Σε ταχύτητες φωτός κυνηγημένα,
Στρόβιλο έντρομων πουλιών σηκώνουν
Μνήμες
Από το φτερωτό μου γένος 
Του ανθρώπου
 
Ωδικό του κατώτερου αιθέρα,
Άρπυια, ερινύα, γρύπας, φοίνικας δικέφαλος,
Αδέξιο στρουθίο,
Με ψιχίο του άπειρου στο ράμφος
Έξω και μέσα
Ορνιθοσκαλίσματα
Ξύνω
Λοξά στο κέλυφος
Χτυπώ
Χτυπώ
 
Να σπάσει
Το αυγό μου
Με το θνησιγενή του λόγου νεοσσό
 
 Παυλίνα Παμπούδη
 

Είναι και ο εαυτός

Κάθε πρωί τη στήνει σιωπηλά
και με κοιτά απ’ τον καθρέφτη
δειλά τον πιάνω κάτω απ’ το νερό
 
Πυρωμένο μυρίζει το δέρμα του στον ήλιο
τον σκεπάζω, τον φροντίζω
φαντάζομαι τα χρόνια μου μαζί του
μόνο μ’ αυτόν – το πιο τρομακτικό
 
Τον φοβάμαι, τον παρηγορώ
μα σίγουρα εντέλει
παρ’ όλη την συν-πάθεια
τον μισώ
και πάντα το πιο δύσκολο
της γοητείας του να διαφεύγω

Θέλει μεγάλη προσοχή
μην ταυτιστώ μαζί του

Ηρώ Νικοπούλου

ΠΑΓΕΤΩΝΟΛΟΓΟΣ

Εδώ πρατηρούμε τη μεγαλύτερη κρηπίδα πάγου
Ξαφνικά, κόπηκε στα δύο.

Εδώ, Θλιβερό απομεινάρι παγετώνα της Παταγονίας.


Έχω την υποψία ότι υπάρχω.


Πυκνότατα χΘες
Κατάφωτα προχΘες
Έντρομα μεΘαύριο
ΚαΘένας, εκπροσωπεί μία
ψευδαίσθηση τουλάχιστον.


Τώρα, μένει να αποδειχΘεί,
η λύσσα
του τραυματία τραυματιοφορέα,
αν φτάσει
πριν από τον Θάνατο.


Ματίνα Μόσχοβη

24 -11-2007

Γκρίζο

1 Ο χειμώνας υψώνεται
Μια ξεχασμένη σοβαρότητα
φέρνει μαζί του
Το κάθε γκρίζο κύμα
Το κάθε γκρίζο σύννεφο
2
Γκρίζα μέρα
Φτιαγμένη απ' όλα τ' αναπάντητα ερωτήματα
Προβάλλει απέναντι
Απ' τη θαμπή
             σβυσμένη μ' ομίχλη
                σβυσμένη απ' το χρόνο,
             Ιωνία.
Γκρίζος βράχος πλησιάζει επικίνδυνα

Ολυμπία Καράγιωργα

Τα Πουλιά Αγαπούν τα Ερείπια


Τα πουλιά αγαπούν τα ερείπια
Βρίσκουν χώρο για τη φωλιά τους
Βρίσκουν χώρο για τα φτερά τους
Όταν
         απλώνονται
                         κι’ ορμούν
να διώξουν τους εφιάλτες
Απ’ τ’ όνειρα των τρυφερών ανθρώπων.      

Ολυμπία Καράγιωργα

ΤΟ ΒΑΖΟ

κι ακόμα δεν κατάλαβα
πώς έτρεμαν τα χέρια
σαν να κρατούσαν βάζο

Ι.
Να μιλήσω για σένα
τα όχι σου
που έκοψα και μοίρασα
-εις υγείαν των φύλων!-
τους φόβους σου
που νόμισα δικούς μου
κι έμενα

να μιλήσω γι αυτά που δεν είπα
-ήταν βαριά-
απόψε πόσο ανάλαφρα μοιάζουν
μακρινά- βήματα ξυλοπόδαρου
που χάθηκαν στην πλατεία

για την επιλογή που έγινε ανάγκη
κι έπειτα πάλι επιλογή
και διπλώθηκε
κι αναδιπλώθηκε
κι έγινε μικρή, να κρυφτεί
να χωρέσει στα βλέμματα
-ήταν, βλέπεις, άμαθα τα χέρια
να την πιάσουν, δε γινόταν
κι αφέθηκαν σ' αγγίγματα εύκολα-

να μιλήσω για τον τρόμο
πως ό,τι μεγάλο ξοδεύτηκε
σε μαθήματα φυγής
το πείσμα, την άρνηση της υποταγής
μπροστά στον καθρέφτη που θαμπώνει
την ανάσα που απαιτεί- να μιλήσω για μένα
που δίνω, μ'αρνούμαι να πάρω
να δοθώ- τόσο εύκολα φεύγουνε, λοιπόν;!

θα μιλήσω για μας
που αλλού κυνηγάμε
κι απ'αλλού επιστρέφουμε
θύματα

ΙΙ.
σε σένα μιλώ
που εκτός τόπου και χρόνου
φεύγεις, πατρική συμβουλή
την ώρα της ανάγκης
εγώ που ιδέα δεν είχα
από πλάγιους λόγους
θεατρικούς μονολόγους
παντογνώστες αναγνώστες
της λειψής μου αφήγησης
in medias res είδα τη σκηνή ν'αδειάζει
κι έμεινα
στα καμαρίνια αλλάζουμε, νόμιζα
θεατές ηθοποιοί
είμαστε σκηνοθέτες

σε σένα μιλώ
το γέλιο σου
μπήγονταν απρόσμενα
στο δέρμα της συνήθειας
νύχι βαμμένο κόκκινο
πότε αδιάφορο λευκό
σε σένα μιλώ -κάνε πως θυμάσαι
ίσως το κάνω κι εγώ-

σε σένα που δε θα'θελα
κανένας να πληγώσει- μόνο εγώ
που μ' όλα τα γιατί
ξέμαθα το πότε
που δεν ανέχομαι
το πουκάμισό σου να περνά
αν δεν είσαι μέσα- σε σένα μιλώ

μιλώ για τις στιγμές
που έφευγαν πριν έρθω
το λαχάνιασμα, τη φλέβα στο λαιμό
τα γόνατα που λύνονταν
το ρολόι που έτρεχε
τη μπαταρία που κρατώ στα χέρια
τη ζωή μου- για σένα μιλώ

τ' αυτοκίνητο
που ασήμιζε στον ήλιο
τους λεκέδες στα μάτια
όταν έφτανες

ΙΙΙ.

κι υπάρχουν στιγμές
που φυτρώνουν στα χέρια μου
τρίχες των δικών σου χεριών
χρυσαφένιες όπως τα μάτια σου
τον πρώτο Ιούλιο που γύριζε το βλέμμα
γεμάτο εσύ
κι έσταζε
κι από τότε σκορπίζει
σε δρόμους που ακόμα δεν έφτασες
ήλιο να βρει, να στερέψει


Φινάλε κι Ιντερμέδιο
(ανάμεσα στο βάζο και τα θραύσματα)

κάθισε λίγο!, είπε, δεν είναι όλα
κόκκινα- η θάλασσα
το πάτωμα στα πόδια
κι έπειτα, το φτυάρι- ψάξε
στο συρτάρι
καφέ ν' αφήσεις τις στιγμές
όλα ανοίγουν και κλείνουν
σα δωμάτιο, βλέπεις;

ψάξε την πρώτη φορά

η γυναίκα
πήρε απ'την πόρτα το φλυτζάνι της
κι έφυγε

Κάλφα Βάγια

Ντυμένος στα καλά του μαύρα

Ο πνιγμένος δεν βιάζεται-φτάνει αργά αργά στην παραλία.
Σταματάνε οι αγωνιώδεις έρευνες
η ευτυχία της πρόσκαιρης παρουσίας του νεκρού
αφήνει στην άκρη τις πίκρες της ζωής του, τώρα
παίζει μονότερμα στο δικό του γήπεδο.

Όσοι σπεύδουν στα χρωστούμενα παρακινούνται
-κι αυτό κρυφά κι ανομολόγητα-από συνήθεια
γιατί στα φανερά συντρέχουν τους εξ αίματος
εκφράζοντας, με λόγια μόνο, τη θερμή τους κατανόηση.

Την τέχνη που του στάθηκε ασπάζεται ο πνιγμένος
Ταξιδεύει αμέτοχος, μακράν πια, πλήρως ανεπαρκής,
ντυμένος τα καλά του μαύρα τα θολερά παντρεύεται
τις θύελλες και τ' άστρα-κι απλώνοντας φτερά
ανεμίζει
σημαίες που ξεδίπλωνε αθόρυβα στα μάτια του.

Φεύγει
με λεία κρυφή της θείας ειμαρμένης του το φως
κι όσοι μπορούν ακούνε τις βαθειές του αναπνοές
ακούνε σιωπηλοί το ακατάληπτο, το τρυφερό τραγούδι.

Θανάσης Βενέτης

Αύγουστος 2005

ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Το φεγγάρι, το φεγγάρι
τόσο προσκολλημένο ήταν στο στήθος μου
στην κοιλιά, γι’αυτό δεν το κοιτάζω πια
το αποφεύγω, όπως και τον καθρέφτη.
Το φεγγάρι βγάζει τώρα
ένα χλωμό, υποτονικό φως
που μονότονα λούζει και θυμίζει
άλλες στιγμές όταν νύχτα με τη νύχτα
μεγάλωνε το δρεπάνι
μαζί με τον πόθο
μαζί με την ιδέα της πληρότητας.
Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε
και συ στα βότσαλα υγρή
θαρρούσες πως είχες συλλάβει
το νόημα της δημιουργίας.
Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική
όπου κανένας ήλιος κοφτερός
δε θα διέκοπτε το ποίημα
αφού του φεγγαριού το φως
φως ασημένιο
πιο ερωτικά σε άγγιζε
απ’το χρυσό της μέρας.
Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,
πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα
για πάντα…Αλλά,
Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι

Αθήνα, 10/3/08

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

WORK IN PROGRESS ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ (ΥΠΑΡΞΙΑΚΕΣ;) ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Και η φαντασία προσχεδιάζει

το σχήμα άγνωστων πραγμάτων.

W. Shakespeare


Απ’ έξω στίχους δεν ξέρω

δεν θυμάμαι

ήχους δεν προσέχω

ή δεν φτάνουν ως εμένα∙

μόνο με απόηχους κοιμάμαι

μόνο με απόηχους

το παρελθόν μου φαντάζομαι

κι αναπλάθω.

----

Όταν λες: «τι κρίμα που δεν πιστεύω στο Θεό» είναι σα να λες: «τι κρίμα που δεν γεννήθηκα ωραία!»

----

Γνώρισα τη γνησιότητα της θλίψης και ξέχασα την πλασματική χαρά.

----

Η πτώση του γέλιου: έπεσε το γέλιο κι έγινε χαμόγελο.

Η εξαφάνιση του είναι: χάθηκε το είναι και βρέθηκε κλεισμένο στη φυλακή της υγείας.

----

Ποτέ μου δεν είχα δύο εραστές μαζί. Τώρα ναι. Τον έρωτα που κατοικεί στην κρεβατοκάμαρα της μνήμης και τον θάνατο που περιμένει στην αίθουσα αναμονής.

----

Φθείρομαι, φθείρομαι, όχι οργανικά, όχι διανοητικά, μόνο υπαρξιακά. Δεν μπορώ πια να φανταστώ την ύπαρξή μου, γι’ αυτό θέλω, λαχταρώ να φανταστώ την ύπαρξη των άλλων κι όλο κοιτάω, κρυφοκοιτάω τα σώματα τα ζωντανά, φαντάζομαι την αλήθεια κάτω απ’ τα ρούχα.

----

Ο φόβος και η γυναίκα του η ηλικιωμένη μοναξιά είναι καρπεροί: γέννησαν μια γλυκιά νοσταλγία για τη μοναξιά της νιότης.

----

Όσο λιγότερες επιλογές έχεις, τόσο πιο επιλεκτικός γίνεσαι.

----

Εφεύρε η πανέξυπνη ψυχή –ή φύση; – το δάκρυ για να δροσίζεται ο πόνος και να καρποφορεί ο νους στην υγρασία, να απορεί όντας όλο και πιο κοντά στην ουσία: Γιατί όλο αυτό όσο προχωράει να πλησιάζει, όλο να πλησιάζει το τίποτα;


Αθήνα, 19/1/09
Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ

Η θέα απ' το ξενοδοχείο

Είναι καλύτερα να τα βλέπεις στις ταινίες,

όταν νυχτώνει

να σκεπάζεις την άκρη της πόλης

με φαντασία,

για τα σκουπίδια

και τους αγνώστους που περνάνε.


Είναι καλύτερα να τα βλέπεις στις ταινίες

πώς έμειναν μόνοι τελικά

οι ευφυείς,

ανυπεράσπιστοι για πάντα

εγκλωβισμένοι στο όνειρό τους.


ΜΑΡΙΓΩ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

Επιτύμβιος οίστρος

Κάθε πότε ν’ αλλάζουν άραγες οι θεοί
μπαταρίες στο φεγγαράκι;
Δεν υπολήπτομαι καμιά ερώτηση κι όμως
ας παίζουμε γοερά τους ενδιαφερόμενους.
Οι αριθμοί δεν είναι μάρτυρες όχι!-
μάλιστα θα ’λεγα πως κρύβουν ένα φλάουτο

Νίκος Καρούζος

Μετά το δείπνο

Ξαφνική νυχτερίδα κι ολούθενες
υπερπληθώρα σελήνης.
Μα η αλήθεια είν’ η έσχατη μεταμόρφωση
πλάνης
-φρενοπληξία.
Λες είμαι άρρωστος αλλ’ αυτό δεν υπόκειται
στην ιατρική. μπορώ να ξεπεθαίνω.
Κι’ αναστοχάζομαι κάθοντας ήρεμα
στην μόνη μου καρέκλα.
Διευθυντής του μηδενός έχω δικούς μου χειρισμούς
θρησκείας.
υφίσταμαι τη ζωή ωσάν περιφραστικός γαλαξίας
όσιος του κακού και μάρτυρας του πόνου.
Χάρμα η ξιπολιά σε καλοκαίρια ρωμαίικα!

Νίκος Καρούζος

Με το ταξί καλπάζοντας

Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα
σαν άμαξα δαιμονισμένη.
Μαστίγωσε τους μαύρους σου άμαξα
ρίξε στην Πανεπιστημίου τ’ άλογα σου
με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας
τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων
καθώς μεθάω μέσα στη νύχτα τόσων φώτων
που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων.
Βίτσισε λέω και στρίψε την Ομόνοια
ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα
εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει
μια βουή που κάθεται στα κόκαλά μου ομίχλη .
χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο
κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα.
Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου
με τον καπνό μου σαν Ζορό να με τυλίγει
να με προδίνει μόλις φτάνει μπρος στο τζάμι
κι ο αγέρας τον αρπάζει από την μπέρτα.
Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά
εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου
για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
για να μου πουν
χωρίς να νιώσεις
Καληνύχτα.

Γιάννης Βαρβέρης

Πιάνο Βυθού

Αυτές οι νότες
που σας στέλνω
με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα
μα κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ’ τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δύο
ως κάτω στο βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι´ εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.

Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες
σαν ντο και σόλ και μί
μη φανταστείτε μουσική .
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει.

Γι´ αυτό να μην ανησυχείτε.
Το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ’ εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.

Γιάννης Βαρβέρης

Το σώμα σου κι' εγώ

Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δεν φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
αναμεσα σ' εμένα
και στο σώμα σου.

Γιάννης Βαρβέρης

Saturday 12 September 2009

Σχήμα της απουσίας I

Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε
σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε
τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό
μονάχα.

Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο ―

Kαι, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

Χτισμένα σημεία

Είπαμε να μην τσακίζουμε, να μην ισοπεδώνουμε τα παράθυρα.
Κανένα παράθυρον όσο σκληρό κι αν έχει φως, το φως γνωρίζει να γιατρεύει.
Γυρεύαμε τα παράθυρα, δε μας αρκούσαν τα παράθυρα,
γιατί θέλαμε πολύ φως για να διαλύουμε το κάθε μας σκοτάδι.
Γι' αυτό ψάχναμε για παράθυρα σα να 'μασταν διαρκώς χτισμένοι.
Παντού ψηλαφούσαμε για φως, θέλαμε τα παράθυρα, προσπαθούσαμε
να ελευθερώνουμε όλα τα χτισμένα τους σημεία, σχηματίζαμε ρωγμές
κι ανοίγματα, να πετύχουμε ένα τέλειο παράθυρο
όπου το φως συνέχεια κι άφθονο να φτυαρίζεται μέσα του
απέναντι στο απέραντο το Σύμπαν.

Ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ερώτησα
κάποτες γιατί
τάχατες
η τραγική
και σεμνή παρθένα
που λέγονταν Πουλχερία
την παραμονή τού
γάμου της
σφουγγάρισε προσεκτικά όλο
το σπίτι
και την επομένη
απέθανε;
μια
που καθάρισε και νοικοκύρεψε
τα πάντα
γιατί δε χάρηκε
κι αυτή
τις μακρυές λευκές νταντέλλες
τους λευκούς πολύπλοκους φαρμπαλάδες
και τα πολύχρωμα
μεγάλα
φτερά
του γάμου;
γιατί
εναπόθεσε έτσι σιωπηλα
χάμω στα
σανίδια
τη μεγάλη κίτρινη πεταλούδα
και τα χάρτινα λουλούδια
που ήτανε μέσα
στο κεφάλι της;
το μπαλσαμωμένο
πουλί
που ήτανε μέσα στο κλουβί
του θώρακά της;
γιατί;
διότι
- είπε ίσως ο πατέρας μου -
διότι
πρέπει να έχη
ο στρατιώτης το τσιγάρο του
το μικρό παιδί
την κούνια του
κι ο ποιητής
τα μανιτάρια του
διότι πρέπει
να έχη
ο στραδιώτης την
πλεκτάνη του
το μικρό παιδί
τον τάφο του
ο ποιητής τη
ροκάνα
του
διότι πρέπει
να έχη
ο στραθιώτης
το σκεπάρνι του
το μικρό παιδί το
βλέμμα του
ο ποιητής
το
ροκάνι του

Κακοί έμποροι

Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
ήταν το ύφασμα που δεν τ' αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ' την ούγια
η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ:
η αμαρτία μας.

Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
-πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα-.
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας.
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!

Γιατί βαθιά μου δόξασα

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...
Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πως,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσα ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

Γιατί δεν είπα "εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει..."
μα "αν ειν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός..."
να που, ο,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γένηκε αδελφός!...

ΠΡΕΒΕΖΑ

θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Η Αγάπη

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.

ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ

Περιμένω. Σε φουαγιέ θεάτρου.
'Ώσπου v' αρχίσει η παράσταση
βλέπω τι παίζεται πλαγίως
εντός ενυδρείου που διασκεδάζει
την αναμονή.
Τετράγωνο περίπου σάν κουτί
παπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής. Σε γωνία σφηνωμένο για να γεύονται
διπλή ασφυξία οι τοίχοι.
Μικρά ψαράκια όσο το χρυσαφί του ήλιου
επάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τά κυνηγά.
Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολα
με τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.
Συνθλίβεται η πλεύση συχνά
στις συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εύρημα στεριανό.
Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνει
βίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανία
φύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόν
ολοφυρμό. Για λίγο
καταποντίζεται η ορατότης. 'Ώσπου
μισοπνιγμένη την τραβάνε κατά πάνω
κάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρές
σαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουν
από των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη.
Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναι
ούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.
Και μείς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου.

Ελένη Οδυσσέας Ελύτης

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το κα-
λοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Ολα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Ε-
σένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας
λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρι-
νές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία
μας
Κι είμαστε - σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούργια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ
υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολά-
κερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελ-
πίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε
πάλι
Οχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ενα θολό συναίσθημα
H μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μέσ' στις ψυχές μας
που όσο παν κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κε αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ώ! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως

Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη
θλίψη
Πσυ δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύ-
πημα του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη
βροχή δάκρυα και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' άλλα μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους
προορισμόν : Εσένα!
_________________
Μου λες πως θα περάσουνε τα δύσκολα/μα δεν τραβάει η ομάδα από καιρό... "