Friday 30 October 2009

Διάπλους

Θέλω να περάσω αλώβητος
προς τον κρυμένο κήπο με τα άνθη της παραφοράς σου
προς τα εκεί που αδιάκοπα φυτρώνει
στο χυμένο αίμα σου ο αμάραντος
και εξαίσιοι έφηβοι μ΄ ένα κλωνί του
πηγαινοέρχονται άφοβα στον Άδη.
Διαπλέοντας ακόμη κια αυτή την άβατη σκέψη σου
με των καθαγιασμένων την υπεροψία να ξανοικτώ
αψηφώντας τις κάνες της σιωπής σου
προς τα εκεί που πάντοται ενεδρεύεις
που ανελλιπως μ΄ αγγίζεις
με δάχτυλα παραφροσύνης
και στιβάζεις μέσα μου στιγμές φαρμακωμένες
και περάσματα για μέρη απρόσιτα.
Στον τόπο που εσύ η αντιλόπη
εσύ η διαίσθησή μου
με το αδιάψευστο έγκαυμα στο μέτωπο
γίνεσαι η αδέσποτη καμπάνα της αφυπνίσεως
κι αναζητάς την σάρκα μου γυμνή
ρωγμή ζητάς να μπεις στον ύπνο μου
να σύρεις τον δαυλό
κρυφά απ΄ το βλέμμα της νυκτός
που με φυλάττει
να πυρπολήσεις τα όνειρά μου.

Του ονείρου μου η εκφορά

Πέρασα τη ζωή μου
Σπέρνοντας φώτα
Στην παρθένα έκταση του χιονιού
Στον αναπεπταμένο χάρτη του έρωτα.
Υφαίνοντας ένα μανδύα
Με ήχους μουσικούς
Ή χαράζοντας λέξεις
Μέσα σε μιά κατακόμβη
Αποπνιχτική
Κι όλα τα πράγματα νεκρά
Συναπαρτίζουν τώρα
Μιαν εκθαμβωτική πομπή
Κι ακολουθούν ομόθυμα
Του ονείρου μου την εκφορά.

Ολόιδια εσύ

Ολόιδια εσύ
Απαράλλαχτη
Πιο πελδινή από τη σελήνη
Και νυμφευμένη για πάντα
Με τον ουρανό
Ενώ εμείς
Στα πόδια σου ριζωμένοι
Να ΄χουμε γίνει πέτρες
Η λίγη στάχτη
Σ΄ ένα δρόμο σκοτεινό.

Όπως τα καρφιά

Όπως τα καρφιά
Σκουριάζουν κάποτε και τα όνειρα
Με τον καιρό.

Το σώμα αυτό

Ασυνεχές σκοτάδι το σώμα αυτό
διακόπτεται συχνά από μικρές φωτιές
που λάμνουν επάνω του φωτίζοντας
εδώ και εκεί ξεχασμένες πληγές
για χρόνια κρυμμένες πίσω από σχίνα
μιας λήθης εφήμερης.
Φευγαλέα λαμπυρίζουνε οι ατραποί του δέρματος
αδιέξοδες πλέον διαδρομές
νεκρές αναμνήσεις θριάμβων παλιών
που πνίγονται στη βλάστηση
του ώριμου χρόνου.
Ωστόσο το σκοτάδι επικρατεί
ολοένα καθίσταται οριστικότερη η νύχτα
και μόνο μια άπιστη αφή επιμένει
στα τυφλά να συλλαβίζει
την σκοτεινή του σώματος αυτού γλώσσα.

Μονόδρομος

                 Δυό τρόπους έχει η αγάπη να τελειώσει:
στο πέλαγος της ηδονής,
                                 ή στ΄ άλλο της μελάνης.
                    Δυό τρόποι για να βρεις τη λευτεριά σου:
ο ένας να φυγαδευτείς
                                 κι ο άλλος να πεθάνεις.

Τα παιδιά με τ΄ άδεια μάτια

Τα παιδιά με τ΄ άδεια μάτια
Προχθές περάσαν από δίπλα μου.
Κι ήτανε όμοια με τα θλιμμένα δειλινά
Καθώς αυτά ζυγώνουν προς τη Νύχτα...
Μου θύμηζαν πουλιά που χάθηκαν
Μες σε κυκλώνες και σε καταιγίδες
Κι άξαφνα βρέθηκαν κατάχαμα λιπόθυμα
Σκόρπια φτερά και κόκκαλα σπασμένα.
Μου θύμισαν νεκρά λουλούδια
Ξερά κλωνιά και πέταλα άχρωμα
Αναμνήσεις από παλιές εθωδίες...

Τα παιδιά με τ΄ άδεια μάτια
Διαβαίνουν την ζωή μια δρασκελιά
Στη βιάση τους να την γευτούν καλύτερα
Με τα σκονάκια του θανάτου.
Μοιραία την νύχτα ανταμώνουν
Επάνω στη χρυσή αυγή τους
Κι εμείς ανήμποροι
να τους τραβήξουμε στο φως
στεκόμαστε καταμεσίς του δρόμου...

Μνήμη

Δεν θέλω να με κλείσεις
στη μνήμη του κινητού σου.
Μοιάζει πολύ με τεφροδόχο.
Καλύτερα σ΄ ένα πρόχειρο χαρτάκι
λευκό, σκισμένο, έτοιμο να χαθεί
- μοιάζει με τάφο λευκό
που ίσως κάποιος τον επισκεφτεί.

Θέλω

Θέλω
μια ζεστή κουβέρτα
αντί γι΄ αυτό το ποίημα
που ξετυλίγεται με ύποπτα κρόσσια
σκαλώνοντας σε κάθε αγκάθι βρύση ή καρφί
Ένα σοβαρό μονόχρωμο σκέπασμα
αδιαφανές
κι αδια\άφορο στις αχτίδες της μνήμης

Όταν νυχτώνει

Όταν νυχτώνει
η ζωή αιμορραγεί
και μπαινοβγαίνει
από σώμα σε σώμα

Μεροληπτεί κάποτε ο θάνατος
και σου ανήκει

Sunday 25 October 2009

OLD MEN

“Old Men”.  That’s what they’re called.  Not Andrew, George,
Elias or Theodosis, but like ants
that live beyond good and evil
without special physiognomy,
as dogs and horses,
like masks: wrinkle-lipped
terra-cottas, drowned feelings, wounds and holes.
That’s what they look like.  Sometimes they remember them
and stick a knife into their bellies,
shove soft pears down their throats
or cut off their finger wearing a wedding ring.
They themselves wrap a bandage round their hand,
say nothing to anyone  
and it’s a if they expiate themselves in white,
they feel better,
as if having gone through a snowy night
but the heavy snow blinded them
they can no longer bear the white
and so they sink even deeper
in memory, sewers, black,
there where everything shines ageless,
there where for a few pennies they have a kiss on the lips.
But sometimes they make love (well,
so to speak) --
and instead of closing their eyes like those strange fellows
they open them wide, astonished, abysmal
and transparent.
They suck the horny penis
like their mother’s nipple
and afterwards rub gently the milk
on their face
deep inside a forest with ivy and wild strawberries.
They click their tongue.
They hand over their wallet but keep
some old black-and-white photos
and are careful changing the bandage on their hand.   

Translated from the Greek by Yannis Goumas

EROTIC

Your lips are parted      they have ripened
you can’t be more than seventeen
with a vertical line on the skin like a fig
split     opened
and July came out from within;
my lips closed tight for years
went to say something about misery about bitterness,
to utter your name,
you seized them sucked them and there was
no end to summer
all red flowers of fire of blood
herbs cooking pot and love.  

Translated from the Greek by Yannis Goumas

MY WIFE’S LOVER

My wife’s lover’s coughing
he looks me in the eye like a frothy-mouthed cat
he calmly claims his right to the meat on his plate
leaves his pants, pyjamas
and ring on my pillow
whispers words of love
pointing to the new building opposite,
he spits at me
is lost in my sleep or gets his fingers burnt
he makes for the sea                returns
holding a huge fish                  a fishbone
he cuts the moon into small pieces
silvery light falls as dust on my cock
he goes up to my wife
cuts off her thigh her hand her ulna
inviting me to chew them together
“what if you what if me it makes no difference
we have a common end
she will devour us”
a dormouse flashes by
my wife’s lover is mirrored:
his image resembles me
we have the same look full of suspicion and sorrow
I love you
he hands me my wife’s head nodding “yes”
her head and hair reek with blood
her eyes roll on the floor like beads.    
                                     
Translated from the Greek by Yannis Goumas

THRASYBULUS STREET

My life is haunted on this wretched bed
by all those bodies that rolled
on the blanket.  So many names, so much mist,
such unbearable sorrow.
The plaster is falling on the walls,
through the holes a thousand eyes,
voices weak, stifled
and years -- what, six? -- of much of a muchness:
the tap, the melted soap, the trash
on the stairs, empty bottles, shrivelled condoms
like T-shirts with no warm body to wear them,
the looking-glass with time stuck
in its cracks.  Your face.
A north wind is blowing, the drizzle drenches
the tin pots of pelargonium in the backyard,
remember?
The iron staircase with the fat landlady
who would ask for the rent after Mass,
the priest’s eyes through the church window opposite
reminding me of the inferno,
the devil in military police uniform lighting a cigarette
on the corner further down, suspicious, threatening
his gun aimed at me
ready to grab my money and my neck.
Rat-tat, the rain has stopped.  So much has happened
since you left.
I gather pieces of your face
on every random face, as the king
his mangled son in the fairy tale.
Winter has set.  Nutmeg.  Upstairs they are baking must-jelly.
“How can a few kóllyva* feed
all the beggars?” says the churchwarden.
“Yesterday you left your door open again.
Someone wearing a black duffel coat came knocking
around eight o’clock.
You should be careful;
all those junkies, criminals and paupers                                                
could clean you out.

(Suddenly there was a smell of jasmine; I quivered; where can you be?)
He said he was looking for you, apparently you were expecting him,
an acquaintance of yours.”
“Yes,” I replied, “I was expecting him, he is Death.”
“Oh, balderdash, you’re still young man,
touch wood,
but there’s no harm in being more careful.”

She too remembers you, but mum’s the word.
She looks sidelong at me as she plucks pelargonium.
But I too get my own back on you, you roughneck --
I shut the ramshackle door
and eat your flesh without remorse
like a cat that tears to bits her kittens in the washroom.  

Translated from the Greek by Yannis Goumas

BITTER ALMOND

Kiss me again and talk to me; it’s been long
since anyone kissed me, as happens
with syphilitic blokes or old geezers.
You know, as in the past my soul rose
to the lips and filled our mouths with saliva,
bitter almond and that sound on our tongues,
deep like hidden water under the leaves,
chosen by our heart to tell all that was untold.
So.  Now place your hands on your breast
as you usually do, and let me look at you
shyly, heavy with bay leaf and your kisses.  

Translated from the Greek by Yannis Goumas

THE OLEANDER

Every morning your mouth smells of oleander
and as sleep still lies heavy on your eyes
I take you again where the darkness
shielded us yesterday
without identity, assimilated and entire.
What little light enters through the window
makes visible the marks on the neck,
the breast, the belly, as if from a fight
our love gave and won
and you awaking serene
and sperm-silvered,
making sure of my regard
and going back to sleep in your oleanders.
Who knows what you’re dreaming of and won’t let go of my hand,
pressing it and unbending like a child
afraid to be left alone in its dreams.
You plunge into a sea of me and you
without seaweed and sky, only
mouth, perspiration and whispering.  

Translated from the Greek by Yannis Goumas

DISPOSITION

I’m sorry that you are so good
without a shade of memory on your comb
or fate’s wrinkle on your palms.
You resemble a god’s lot
who walks slowly along a river
and the storks quietly contemplate.
I’m chary of people touching you:

the stream is deep, of blue stone
and loneliness has silvery fingers
that weave useless cloth and hear
one voice crying “mercy” to the other,
the legs, deer of glass rooted to the spot
and the echo drifting in a forest of rain.

I’m sorry that my entire soul culminates
in the azure phonemes of your face
and secretly leaps imprisoned.

You are good, I’m sorry.

Translated from the Greek by Yannis Goumas

THE MURDERER NEXT TO ME

I always have suspicions about someone sleeping next to me.
For a start, who is he?
Is he the same guy who touched me earlier, or someone else?
Are his eyes, his voice, the same colour?
I can’t see well in the dark.  I light a match.
His brow lightens, but his eyes,
the only evidence of truth, remain closed,
submerged in a fishy dusk,
perhaps ready to attack.
His hand, of course, remains gripped in my palm
callous, slightly damp, inert,
but it could well rise abruptly
deviously or violently at any moment to grab me by the throat.
Maybe he’s dreaming that he’s chasing me
through deserted quarries, through corridors,
he reaches me, lifts the knife,
aims between my eyes,
brings it slowly down.
The match has gone out.  I light another.
The dried spunk on his stomach
protects him with thick scales
He knows well how to defend himself behind his nakedness.
I look closer.
His shoulders inspire trust,
suntanned, strong and smooth,
His neck, turned to the right,
looks like it wants to be caressed, but the hand
hanging down to the floor has its own life,
probably its own plans.  It’s dark again.
He stirs in his sleep.  He moves.
He turns towards me.
He stretches out his right arm, wraps it round my waist.
His legs are entangled with mine,
has the hour struck?
Silence again.  I feel his body leaning
heavier on me.
Now I’m certain.
Murderers sleep like babies
a sleep full of milk before they hit.
I must be on the alert.

It’s dawning.

Translated from the Greek by Yannis Goumas

I COULD

I could for hours inhale
your breath quietly, hearing you
speak like the sound of rain on a flower
about irrelevant matters.  Thus little we understand
one another, but you know, it’s enough
that I see your hand turning
the page of a book half-lit by the lamp
or your back covering the room
and me keeping silent.  Time has brought
this unexpected happening inside me:
it shone you honest and now I feel you
as a verdant fire growing more intense.
How noiselessly walks the night, prudent
for what remained unrealized or untold.

Translated from the Greek by Yannis Goumas
 

REFLECTING

Looking at his worn-out shoes he reflected:
in melancholy is God revealed;
All those clouds that come
and go in our dreams
kindly sprinkling our sleep
are trustworthy messages and rarely deceptive.

Sorrow for the fragility of things
caters for our faith, especially at night,
when people grow weary of their dealings
and remain crouched, expecting nothing.

Translated from the Greek by Yannis Goumas

THE PRINCE OF LILIES

He stood to have a breather on the evening threshold.
His breath calm like the sky.
-- Remember, he had said, a house
is not just smoke and stone, nor
even dawn and dusk with invisible diagrams,
it is something else, like when we count
how many wells are hidden in the sea.

He remembered the Prince of lilies who was building
his house with chick-peas and cypress cones,
because he feared the stone’s revenge    
and he had treated us to gingerbread
by the royal fountain and his wife
had snakes twisted round her legs.
Because a house needn’t
be only stone but a door as well
and beggars are discreet in reminding us
that it is synthesis, sky and earth.
Because a house need be only
a chair or a plate-rack’s silence.
I know -- Knossos pointed to the door
and was annoyed that I held the cameo in my grasp.
The Prince of lilies has no hands,
God has called him to his eternal rest. 

Translated from the Greek by Yannis Goumas

Saturday 17 October 2009

Το θα και το να τού θανάτου

Έτσι λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές ασήμαντες εικόνες
Ποιος θα ’χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη μιας ανάμνησης
Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη να εξηγεί
Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα
Για ν’ αγοράσει τι; ασήμαντες εικόνες
Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση
Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος∙
Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Φθινόπωρο

Τι γυρεύει το κορίτσι
Στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα
Καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
Γδύνεται
Με σύννεφα μπροστά στα μάτια
Με τη βροχή μέσ’ στο κεφάλι
Με τη βελόνα στην καρδιά
Βγάζει τις κάλτσες
Βγάζει τα λουλούδια
Πετάει το φωτοστέφανο
Έξω τα φύλλα του καιρού
Βάφονται μέσα στο αίμα.

Καθένας με το θάνατό του…

Kαθένας με το θάνατό του ονειρεύεται.
Kράτησα λίγη απ’ την ανάσα σου
και τη σιωπή ρυτίδα των χειλιών σου
αλλά εσύ δεν έχεις πρόσωπο και σώμα
το κάθε βράδυ λιγοστεύεις σαν μια λέξη
που ράγισε τον άνεμο χωρίς επιστροφή.
Eδώ καθένας ζει το θάνατό του
την κάθε μέρα κρύβοντας τα χέρια του
την κάθε νύχτα με τη μουσική
και τα σκοτάδια.
Όμως σε γνώρισα στο φως πριν από χρόνια
γνώρισα τη φωνή σου και το γέλιο σου
να φέγγει ανάμεσα σε λέξεις που καπνίζουν.
Έπειτα πέρασες στη φλέβα.

Ατμόσφαιρα

Η απουσία σου μικραίνει τον ουρανό
Έρχεται φεύγει
Πατά στα νύχια
Ξεκλειδώνει τις πόρτες
Στο ψύχος των μοναχικών χεριών
Τι άσχημα είναι σ’ αυτή την πολική τοποθεσία
Τι άσχημα κλεισμένος μες στο αρκτικό μου σπίτι

Ρωγμές

Πάλι στους δρόμους οπού ζήσαμε την προσωπίδα
κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού
τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα
μέσ’ στις συνέχειες των ονείρων έχω τον αμνό
δεν πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν
δεν πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν
είναι θεία ένδον αιθάλη π’ αλλάζει τις οράσεις
κι ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα.

Όταν σε περιμένω

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.

Νιώθω θρυμματισμένος...

Νιώθω θρυμματισμένος

ελλιπής

με διαπερνά σαν ρίγος η υποψία
πως κάποτε
πληρέστερος υπήρξα
πλησιέστερος
στο ιδανικό μου αρχέτυπο

Σε ποιους καιρούς λοιπόν έχω φθαρεί;
Σε ποιους καθρέφτες
αλλοιώθηκε η μορφή μου;
Πώς του εαυτού μου το
κακέκτυπο έγινα;

Βυθίζομαι στη μέσα μου σιγή

Ψάχνω να βρω
το πρώτο
πρόσωπό μου
στο μπλάβο φως
που εντός μου ακινητεί

στον σιωπηλό
κι ακύμαντο
βυθό μου

Είσαι λοιπόν η εντός μου προβολή...

Είσαι λοιπόν

η εντός μου προβολή
μιας άλλης παρουσίας
ή μήπως
του εαυτού μου αντικατοπτρισμός;

Δικό σου είναι αυτό το ήπιο φως
ή το αντιφέγγισμα είναι
του μέσα μου αινιγματικού
κι ανεξιχνίαστου όντος;

Πού σβήνονται τα σύνορα
της ύπαρξής μου
και πού αρχινούν της ύπαρξής σου οι φλόγες;

Και πώς
στου απελπισμού την ύστατη ώρα
της δόξας σου ανατέλλει ο τέλειος ήλιος
κι όλο το εντός μου βάραθρο
φωτίζει;

Λάμπεις στα ύψη ή στο βυθό;
Πλησιάζεις τάχα ή όλο απομακρύνεσαι;

Απειλή

Και πάλι ρόδινοι νυγμοί
στην άδεια νύχτα

σταγόνες μνήμης
στην τυφλή σπηλιά μου

ένα πουλί από φως στο μαύρο φόντο
ρίγη κελαηδισμού

φοβάμαι πάλι

Περίμενες...

«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμενον»∙
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα...
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
-- οι φανοστάτες δεν ανάψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει...

«Ο έρωτας», είπες...

«Ο έρωτας», είπες,
«αυτός μόνο καρφώνει έξω απ' τον Καιρό
την Μνήμη»
-- φτάνει στην Πάργα των τσιγγάνων,
φτάνει στην Παραμυθιά των ατίθασων
Τσάμηδων,
-- φτάνει στους τσόγλανους του Σαββατόβραδου
στα Γιάννενα, στην λίμνη...
«Τα μάτια σου είναι δυο σύννεφα»
-- δύο σύννεφα που δεν ξέρουν
πώς να γίνουνε βροχή...

Ο καιρός

Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Ο καιρός σαν φθινόπωρο
Ο αέρας
Που πέφτουν τα φύλλα
Που πέφτουν οι βροχές
Σαν φθινόπωρο
Ο καιρός
Που πέφτουν τα στόρια στα παράθυρα
Που πέφτουν οι άνθρωποι από τα παράθυρα
Που πέφτουν τα ανδραγαθήματα
Ο καιρός μας
Με τα μάτια στην πλάτη
Με τα καφενεία στις γωνίες
Με το τηλεσκόπιο στα καφενεία
Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Που κρύβεις το πρόσωπο
Που αλλάζεις τον δρόμο σου
Που υποπτεύεσαι και σε υποπτεύονται
Με την ταχυπαλμία στο πρώτο κουδούνισμα
Με την ανακούφιση στο τρίτο
Με την αγωνία στα μάτια σου
Με την απόφαση στα μάτια σου
Με τον ερμαφροδιτισμό σου
Σαν μπάσταρδο
Ο καιρός
Ο δικός μου
Ο δικός σου
Ο δικός μας καιρός
Σαν μπάσταρδο.
Με το κουμπωμένο σακάκι
Με τη ντροπή

Ας μιλήσουμε

Οι καιροί που φτάσαμε
Οι καιροί που δεν προλάβαμε την αντοχή τους
Όλα αυτά μαζί κι ο φόβος
Μαζί κι ο θάνατος
Και το χέρι που δεν άγγιξε το άλλο χέρι
Και τα μάτια του νεκρού που έμειναν μέχρι τέλους
Όρθια
Όσο να πεις όλα αυτά
Και τα άλλα
Στις συνοικίες και τα χωριά
Στις λέξεις και τα σχολεία
Στον εγκέφαλο και τα νοσοκομεία
Όπου προλαβαίνουμε τον αυτοκτονούντα
Με μία πλύση στομάχου
Και χάνονται οι αισθήσεις
Και στις μικρές αγγελίες πλεονάζουν τα «ζητούνε»
Όσο να πεις
Ό,τι να πεις
Ας μιλήσουμε λοιπόν.
Ας δούμε μαζί την αισιόδοξη πλευρά
Του πράγματος. Των πραγμάτων την τιμή
Και το αίμα.
Παντού

Συναλλαγή

Όπως και να 'χει το πράγμα
Όπως και να 'χει
Περικυκλώνει ο φόβος
Όπως και να 'χει
Η επικοινωνία εκτελείται.
Αστικά λεωφορεία εντός πόλεως
Υπεραστικά εκτός
Και οφείλεις να 'χεις στο χέρι το αντίτιμο
Της διαδρομής
Της εγκαρδιότητας
Της οικειότητας
Της συνουσίας

Αυτόματος μετρητής
Αυτόματος πωλητής

Για να μην υποπτεύεσαι
Για να μη σε υποπτεύονται
Να μη σε φοβίζουν οι σκιές
Ο φόβος
Ο φόβος
Τίμιος στη συναλλαγή
Για να μη γίνονται σύμβολα οι ασπασμοί
Να μη μπερδεύεσαι
Να μη μπερδεύεσαι
Να μη μπερδεύονται

Η ζωγραφιά

Πάντα στο ίδιο μέρος
στο ίδιο μέρος σε συναντώ-
γωνία Παύλου Μελά και Ομονοίας
Να περιμένεις στον πολύ ήλιο
με μια πελώρια ζωγραφιά στον ώμο
σαν πόλη
Οι τοίχοι της ασβεστωμένοι πολλάκις
και πάνω τους δαχτυλιές
από φθαρμένη νύχτα και τυπογραφείο
κι η ζωή σου ν' αργοσαλεύει
λίγο παρακεί σαν σημαία
Λέγε∙ Λέγε-
ποιανής πόλης σημαία είσαι
και πόσος θάνατος σε βρήκε;

ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΦΕΥΓΩ

Φεύγω
χρόνια σου φεύγω.
Ούτε για περαστική
δεν έπρεπε να με λογαριάζεις.
Κι αύριο που θα σου ανοίγω την πόρτα
για να σε υποδεχθώ
θα λείπω.
Μη θαρρείς πως θα με κρατήσουν
οι πίκρες που μου χάρισες
και που με πέτρωσαν
Νιόβη αιολοδάκρυτη
στην κλίνη σου.
Είναι κάτι θύρες μυστικές.
Δεν τις έφραξες όλες.
Όλη σου τη ζωή να σφραγίζεις
μη ξεθαρεύεσαι
θα φύγω.

Είναι ένας θάνατος
που δεν τον έχω ακόμη γευτεί.
,
Αλήθεια ούτε για περαστική
δεν έπρεπε να με λογαριάζεις.

ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙΣ...

Κινδυνεύεις, δε βλέπεις;
Όταν μ΄αγκαλιάζεις
δεν καταλαβαίνεις
πως πρέπει μ΄άλλα μάτια να με προσέξεις;
Δεν καταλαβαίνεις
πως ανάμεσά μας οι σχέσεις
είναι αντίστροφες;
Πως εγώ είμαι η αιχμηρή
που σε διαπερνώ
που κατοικώ το μυστικό σου χώρο
που ψηλαφώ κι ανιχνεύω
που γνωρίζω αλάθητα.
Δεν ένοιωσες
πως κλείνοντας τα μάτια σου
μ΄έκλεινες μέσα;
Πως δραπετεύοντας
έπαιρνες με τις τύψεις σου
και μένα;
Δεν καταλαβαίνεις πως όταν σφραγίζεσαι
μέσα σου και μένα σφραγίζεις
έτσι που ανενόχλητη
στο σκοτάδι σου σ΄ερευνώ;
Μα δε βλέπεις πως είμαι ένα άγριο
κοφτερό σα δρεπάνι
αχόρταγο
ερωτηματικό;

Sunday 11 October 2009

ΕΚΕΙΝΟ

Εκείνο που ζήτησα από τη ζωή
μου το 'δωσε
ίσως και δίχως να το θέλει,
εκείνο που της ζήτησα
το πήρα σαν ψωμί μέσα απ' τα δόντια της,
γι' αυτό σαν βλέπω λίγο εσύ να μου μακραίνεις,
λίγο πως πας να κουραστείς,
πως μένεις πίσω από τα βήματά μου,
είμαι έτοιμος να βγάλω μια φωνή:
βοήθεια!

ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Μιλώντας παντού,
πως χτες ήταν που κράτησες στα χέρια σου
το χτυποκάρδι ενός φθινοπώρου,
κ' είδες το λιποψύχισμα μιας πολιτείας στη βροχή.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Σφυρίζοντας παντού,
τι δρόμους μέσα στη νύχτα περπατήσαμε,
σε ποια παράθυρα μας έφεγγαν τα όνειρα των ανθρώπων,
ποιοι κήποι άνθισαν απ' την ανάσα μας.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Ολομόναχος ακολουθούσε,
συναθροίζοντας από κάθε βήμα μας τον έρωτα,
την κάθε στιγμή,
που γίνεται κύμα γαλάζιο και μας χτυπά με πάθος.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Το ρίγος πήρε απ' το κορμί μας,
κι όλο το σθένος, που κλείνει μέσα μας η επιθυμία,
το ύψος απ' τ' άστρο, το λυγμό της θάλασσας, την αλλόκοτη πικρία,
που φέρνει το δάκρυ μιας βροχής, όταν κυλά στο πρόσωπο.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Δεν υπάρχει άλλη ώρα να μας καλύψει,
τώρα είναι που ζει μέσα μας ολοζώντανο το γεγονός,
η αίστηση του νέου χυμού στο αίμα, η χαρά της συγκατάθεσης,
το ταξίδι στη σιωπή του χρέους και το τέλος.


S/S TERRIFIED RETURN

Δεν ξέρω αν φταίνε τα μάτια μου ή αν έχουν μεταβληθεί τα λιμάνια,
αν κάθε τι καινούριο κρύβει κι ένα χωρισμό,
ή μόνο τα μάτια γερνούν, όλο και πιο πολύ ησυχάζουν,
ο χρόνος καταπιεστικά μας περιφράσσει στα χαρακώματα.
Κι όλο ζητάω να βρω καινούριες προβλήτες, καινούρια περίπτερα,
τόπους καινούριους, άλλους ορίζοντες, ξένα φανάρια,
γιατί φοβάμαι, τρομάζω την κάθε επιστροφή,
δεν αντέχω την επαιτεία σε χώρους που τόσο αγάπησα.

ΤΑΞΙΔΙ

Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα.
Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα.
Γιατί μέσα στην πολιτεία
είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς,
γιατί μέσα στο φως το πρωινό
έσπερναν τη φθορά και την αγωνία.
'Oσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν
ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
'Oσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα.
'Oσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν
έχουν ελπίδες.
Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς
πεθαίνουν από έκπληξη
γιατ' είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δεν βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.

Kεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη δω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

ΣΕΛΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΗΧΗΣΕΩΝ

Μια γυναίκα λούζεται στην άμμο
Και πέφτουν τα φιλιά της στον αφρό
'Αστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη
Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει
Ρουφά το γλεύκος τ' ουρανού
Ο γαλαξίας μετουσιώνεται
Τρέφει τις νοσταλγίες του κ' έπειτα σβήνει
Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένει
Γλυκειά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη
Μέσα στο σκότος την συνήντησε ο κουρσάρος
Η καρατόμησις του εχθρού του δεν τον εμποδίζει
Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει
Στα μάτια της καλής του
Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ως πέρα
Μια νύχτα
Δυο νύχτες
Κ' έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει
Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιώνος.

Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

ΜΕΤΑΡΣΙΩΣΗ


Το πνεύμα μου, σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα,
λύνεται απόψε στο άπειρο χωρίς να βρίσκει αναπαμό.
Τις ζώνες γύρω του έσπασε και ανατινάζεται θερμό
το πνεύμα μου σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα.
Σαν γαλαξίας απέραντος το σύμπαν σέρνω στο χορό.
'Hλιο τον ήλιο γκρέμισα, θόλο το θόλο χάλασα,
κι είμαι σαν μιαν απέραντη, πλατιά γαλάζια θάλασσα,
που οι στενοί πάνω μου ουρανοί δε μου σκεπάζουν το νερό.

PΟΕΝΑ DΑΜΝΙ (Ο πρώτος θάνατος) Ι

PΟΕΝΑ DΑΜΝΙ (Ο πρώτος θάνατος)
Ι
Το πέλαγος ατσάλινο. Η σελήνη σιωπηλή σαν πόνος στο βάθος του μυαλού. Κορμί που παρασύρεται εδώ κι εκεί πάνω στο βράχο σαν φύκι ή άψυχο πλοκάμι, καρπός υστέρας ερεχθομένης ανέμοισι, έλος έναιμο και σαρκώδες. Το αριστερό χέρι κομμάνο σύρριζα, το δεξί χέρι μέχρι την άκρη του πήχυ, σάπιο μπαστούνι παραληρώντας στα πνευμόνια του νερού. Απ' το κατεστραμμένο στόμα έμενε μόνο μια πληγή που έκλεισε σιγά-σιγά. Από τα μάτια ένα θαμπό φως. Τα μάτια δίχως βλέφαρα. Τα πόδια μέχρι τα σφυρά - δίχως ταρσό. Σπασμοί.
ΙΙ
Άλια καταδίκη δεσμά από θρύψαλα λυγμών
κάτω απ' τα ραγισμένα βλέφαρα στεγνού κρατήρα
αόρατη βορά -
τυμβωρυχίες ερώτων, λιτανείες στις ετοιμόρροπες
αισθήσεις, εξαρθρωμένες μελωδίες, λάβα
αποκεφαλισμένων ποταμών
λεπίδες των κυμάτων βαθιά στο παραπέτασμα·
ανάπτυξη κλεψύδρας, επιδημία
άκρατες οπτασίες ηρώων λυγισμένων
στις μεθυσμένες φλέβες του φωτός
η καταιγίδα που χειμάζει στα έλκη
ο φυλλοβόλος νόστος
ενός τεμαχισμένου σώματος την άνοιξη

ΙΙΙ
Νεκρά σαγόνια σφίγγοντας χειμάρρους
σπασμένα δόντια που ξέθαψε τις ρίζες τους
ο κραδασμός του θύματος πριν προσκυνήσει την αρπαγή
τριγύρω τα ίχνη της μανίας και η ερήμωση
ανάμεσα στα γέρικα κλαδιά της εκατόμβης
απλώνονται σα δίχτυ προς τον αναιμικό ουρανό
που σαν τρεμάμενο φιλί γκρεμίζεται απ' τα χείλη σου·
στρατιές νεκρών που ψιθυρίζουν ασταμάτητα
σ' ένα απέραντο νεκροταφείο, μέσα σου
και δε μπορείς πια να μιλήσεις, πνίγεσαι
κι ο γνώριμος ο πόνος ψαύει
διεξόδους στο απαρόδευτο κορμί
τώρα πια δε μπορείς να περπατήσεις -
σέρνεσαι, εκεί που το σκοτάδι είναι πυκνότερο
πιο τρυφερό, κουφάρι
ξεκοιλιασμένου ζώου
ένα μικρό σωρό κοιταίων κοκκάλων αγκαλιάζεις
κι αποκοιμιέσαι.

Ζωές

Κ' έτσι πάνε και σβήνουνε όπως πάνε.

Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως
αγάπης γαληνής, κ' ενώ κυλούν
σαν ποταμάκια, εντός τους το σφαλούν
αιώνια κι αξεχώριστα, καθώς
μες στα ποτάμια φέγγει ο ουρανός,
καθώς στους ουρανούς ήλιοι κυλούν.
Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως…

Λέω τις ζωούλες που 'ναι κρεμαστές
απ' τα ρουμπίνια χείλη γυναικός
ως κρέμονται στα εικονοστάσια εμπρός
τα τάματα, οι καρδιές ασημωτές,
κ' είναι όμοια ταπεινές, όμοια πιστές
στ' αγαπημένα χείλη γυναικός.
Λέω τις ζωούλες που 'ναι κρεμαστές…

Που δεν τις υποψιάζεται κανείς,
έτσι όπως ακλουθάνε σιωπηλές
και σκότεινες και ξένες και θλιβές
το βήμα, την ιδέα μιάς λυγερής
(κι αυτή δεν υποψιάστη), που στη γης
θα γείρουνε, θα σβήσουν σιωπηλές.
Που δεν τις υποψιάζεται κανείς…

Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά
σαν άστρα κάποιας ώρας αυγινής,
από τη σκέψη μιάς περαστικής
που, για να τρέχει τόσο χαρωπά,
δεν είδε τις ζωές που σβηούν σιγά
σαν την ψυχή καντήλας αυγινής.
Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά…

Tuesday 6 October 2009

Λευκή επιταγή

Τι μου λες

τώρα για το χθες,
αφού το άτολμο
“υπέρ πάντων”
και το νευρικό
“κατά πάντων”
υπέγραψε προδοσίες
στη λευκή επιταγή
του μέλλοντός μας.

Κορμιά στερνής απάτης

Τρελή γιορτή

στις απαντοχές
μιας ανείπωτης θλίψης,
έστησε η αρμύρα
του κύματος
κι έκαψε τις οδύνες,
σχεδιάζοντας
με λιτές γραμμές
κορμιά στερνής απάτης.

Φύλλα φωνήεντα

Φωτίζουν

φυλάγοντας φωτιές,
φρουρούν
φωνές φευγάτες,
φοράνε
φύλλα φωνήεντα,
φτηνά φιλιά
φοβούνται,
φονεύουν
φήμες φαντάσματα,
τα ποιήματα φταίνε!

Ιδιόχειρο

Λύγισες

μπρος στα μάτια
που κάρφωσαν
με το βλέμμα
της αμφισβήτησης
το ιδιόχειρο
κενό γράμμα
της συνείδησής σου.

Ποίηση

Κι εγώ την απεχθάνομαι·

ασφαλώς και υπάρχουν
πιο αναγκαία πράγματα στη ζωή
απ' αυτό το ατέρμονο scrabble
με τις ξαφνικές κρίσεις λεκτικής ευφορίας.

Διαβάζοντάς την όμως
με απόλυτη αποστροφή
ανακαλύπτει κανείς
μέσα στις άχρωμες σελίδες της
έναν τόπο προορισμένο για το αυθεντικό:
έναν φανταστικό κήπο
με πραγματικές αλέες
όπου το πτυχωτό φόρεμα της κ. Μουρ
σαρώνει με ρυθμική μεγαλοπρέπεια
τα νεκρά φύλλα των ενδοιασμών μας.

Η Κλεψύδρα Του Κόσμου

Από τα καταφύγια.

Τις χαράδρες των εναγκαλισμών.
Των βλεμμάτων άνθη του κενού.
Άνεμος ευπατρίδης έρχεται
Και ιοβόλο νεύμα.

Την ιστορία αυτή την ξέρουν όλοι.
Κι εγώ μόλις την βλέπω τώρα
- αντίληψις ισοσθενής.
Έτσι καθώς το απάγκιασμα του υπαρκτού
- αλλοφανής αστέρας - την νανουρίζει.
Πίσω από τους ώμους της θέας.
Και του αλγοειδούς περισπασμού.
Μια άλλη, πρώτη προβάλλει.

Σιωπηλή. Επανατάκτις.
Με τα μάτια στραμμένα μακριά.
Μια ιστορία κοσύμβη.
Χωρίς καμιά αφήγηση να την καταργεί.
Άγνωστη εις τριπλούν.
Απρόσκοπτη από την γνώση.
Την παρέπαρση του ματιού.
Και την κατάχρηση εξουσίας του τοπίου.

Αυτοσυντήρηση

Θα πρέπει να ήταν άνοιξη

γιατί η μνήμη αυτή
υπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται.
Εκτός εάν η νοσταλγία
από πολύ βιασύνη,
παραγνώρισ' ενθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα
όταν τα πάρει ο χαμός.
Αλλά μπορεί να'ναι ξένο αυτό το φόντο,
να'ναι παπαρούνες δανεισμένες
από μιάν άλλην ιστορία,
δική μου ή ξένη.
Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση.
Από φιλοκαλία κι έπαρση.

Όμως θα πρέπει να 'ταν άνοιξη
γιατί και μέλισσες βλέπω
να πετουν γύρω απ' αυτή τη μνήμη,
με περιπάθεια και πίστη
να συνωστίζονται στον καλύκά της.
Εκτός αν είναι ο οργασμός
νόμος του παρελθόντος,
μηχανισμός του ανεπανάληπτου.
Αν μένει πάντα κάποια γύρις
στα τελειωμένα πράγματα
για την επικονίαση
της εμπειρίας, της λύπης
και της ποίησης.

Εσωτερικές Εξομολογήσεις

Άψυχοι έρωτες από κέρινα φτερά

Κοινωνία μεταμορφωμένων αγγέλων
Ατέρμονες αναζητήσεις
σε λαβύρινθους του παραλόγου
Καταστροφικοί εγωισμοί και φόβοι
που ακροβατούν στα πρέπει και τα θέλω
Απόηχοι ερωτηματικών
σε εσωτερικές εξομολογήσεις
Περιπλανόμενες Ερινύες
Ανεκπλήρωτες προσευχές
Συνειρμοί που ζαλίζουν
Καθημερινότητα που "δήθεν" λυτρώνει...

Νοητή Γραμμή

Καπνοί

από τσιγάρα
και κούπες
γεμάτες καφέ,
δίπλα
στη νοητή γραμμή,
που η δίνη
των λέξεων
ακουμπά
και γνέφει
τραυματισμένη
τη σιωπή μου.

Αέρινες Φωτογραφίες

Σε τρύπιους ασβεστόλιθους

λάξευσε ο χρόνος τις σκέψεις μας.
Κι’ έγιναν αέρινοι κρυψώνες
πέτρινοι σκληροί,
θεμέλιο σε σπίτι ερημωμένο.
Αφήνοντας φυλακισμένες τις σκέψεις
σε δοκάρια σπασμένα, σε πόρτες, σε τοίχους.
Ανεξίτηλες στη λησμονιά,
αόρατες στον πόλεμο και στην καταστροφή,
μοναδικά αντίγραφα οι αναμνήσεις.

Τα Γραπτά Πετούν

Ο αναμάρτητος πρώτος βαλέτω. Αυτός

Που δεν του πέρασε ποτέ απ' το νου
Πως τα πτερόεντα πετούν κουρνιάζουνε
Σαν τρομαγμένα πάνω στα γραπτά
Μήπως και βρούνε τρόπο κάπου να τρυπώσουνε
να μείνουν όπως μένουν τα αιώνια όλα
Στον αιώνα.

Πτερόεντα είναι, αφελή, τι να σκεφτούν.
Όμως ετούτα εδώ, τα αιώνια,
Δεν ξέρουνε
Για πόσο μόνο θάλλει μια
αιωνιότης; Και αγάλλονται
Τ’ ονοματάκι τους χαράζοντας βαθιά
Στην πιο πολύτιμη
Άπεφθη
Λυδία των πάντων
Λήθη.

Τώρα Που Έμαθα

Τώρα που έμαθα να κρύβω λόγια

κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων,
συνήθισα το σκοτάδι
και τα βήματα των μεθυσμένων
στους ξερούς ήχους των στιγμών μου.

Τώρα που έμαθα,
αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει,
αναπνέω μα δεν ζω με τ’ οξυγόνο
των γκρίζων δρόμων,
μήτε του σπασμένου λιθαριού
που ήταν κάποτε καρδιά.

Τώρα που έμαθα,
μπορώ ν’ ανοίγω την καρδιά μου,
τη θάλασσα που τη φοβόμουν,
να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες
τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους.

Τώρα που έμαθα
το μυστικό των λευκών χαρτιών
-που δεν ειν’ άλλο
από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει-
τρέμω τους άσπρους τοίχους
που δεν έχουν πάνω τους σημάδια
κι όλο νομίζω βλέποντάς τους
πως ξεμαθαίνω πια να γράφω.

Λίμνες Της Σελήνης

Η μικρή πέτρα

που ριγά στ' άγγιγμά σου
κι η κραυγή
του σύμπαντός σου
είμαι.

Και στέκω εκεί
και θωρώ στα μάτια σου
τους ουρανούς και τους πλανήτες
και τις λίμνες της Σελήνης.

Και μένω εκεί
κι αναζητώ στην ανάσα σου
τον άλλο ορίζοντα
και τα νησιά
που δεν ανακαλύφθηκαν ακόμη.

Η μικρή φλόγα
που θεριεύει στ' άγγιγμά σου
κι η γαλήνη
του Απείρου σου
είμαι.

Monday 5 October 2009

Επιστολή με ερωτηματικά

Που να βρίσκεσαι άραγε?
"Στο Λουτράκι" όπως μου είπαν?
Να πιστέψω τα λόγια τους?

Έκοψες κοντά τα μαλλιά σου?

Ζεις σε μονοκατοικία?
Σε διαμέρισμα με βεράντα και πολλά λουλούδια?
Σε σπίτι που έχει ολόγυρα πεύκα και κυπαρίσσια?

Σε κλείνουν τοίχοι ψηλοί και κάγγελα?

Τα πρωϊνά βάζεις το τζην που ξέρω?
Βρίσκεις ερημικές αμμουδιές?
Κολυμπάς - ακόμα - χωρίς μαγιό?

Πόσο ελεύθερη είσαι?

Φοράς το μαύρο σου φόρεμα?
Βγαίνεις τα βράδυα?
Διαλέγεις ήσυχα μαγαζάκια?

Ακούς "Τα παλιά τραγούδια με τους μελλοντικούς ήχους"?

Έχεις παιδιά?
Είναι ξανθά όπως τα ήθελες?
Χαϊδεύεις το κεφαλάκι τους?

Τα μαθαίνεις να τραγουδάνε?

Το δωμάτιοό σου βλέπει θάλασσα ή βουνό?
Σε θέλγει ο Κορινθιακός?
Σε εκστασιάζουν τα Γεράνια?

Εξακολουθείς να διαβάζεις ποιήματα?

Τις νύχτες - εκεί - έχει δροσιά?
Σκεπάζεσαι με το λινό σεντόνι?
Αφήνεις το παράθυρο ανοιχτό?

Έχεις ..... παράθυρα?

Καταφυγή

Τη νύχτα θεώμαι τα πράγματα
τη νύχτα προσφεύγω στο θαύμα

ότι πολύ αλαφρύνεται το αμάρτημα
της ύπαρξής μου με το βάλσαμο της
δρόσου

κι ότι πολύ απαλύνεται
με των δακρύων την έξοδο
η οχλαγωγία της μέριμνας
στο στήθος μου

ω - την ημέρα χαίνουν οι πληγές
ηχούν αργύρια προδοσίας
άχθος και κονιορτός με καταβάλλουν

όμως τη νύχτα ανοίγονται οι πηγές
βαθαίνουν οι στιγμές σαν περιβόλια
γίνεται η λύπη φως
η μνήμη δένδρο
κελαρυσμοί νερών τ΄άχαρα χρόνια

τη νύχτα που τα σώματα σιωπούν
και των ψυχών η μουσική αναβρύζει.

Οι απόντες

αθόρυβα στο διάδρομο βαδίζουν
στο διπλανό δωμάτιο συνωθούνται

μόλις που ακούει κανείς
τα βήματά τους
μαζί με των πραγμάτων τους τριγμούς
των ρολογιών
τη φλυαρία

κι όμως
οι πόρτες ήταν κλειδωμένες
μανταλωμένα τα παράθυρα όλα
ποιός άνοιξε?
ποιός είπε να περάσουν?

τώρα
σ΄ αυτή τη νυχτωμένη κάμαρα
το είδωλό μου μέσα στον καθρέπτη
καρτερικά προσμένει
την επέλαση.


Μοναξιά μου


Fragmentum

Ήθελες κάτι να μου πεις και δε σου το ρωτούσα
(Το καλοκαίρι είχε σωθεί
και τ' άνθη που αγαπούσα).

Ήθελες κάτι να μου πεις
και τόχα λησμονήσει.
(Τη ρίζα που καθόμαστε
-θυμάσαι? - έχουν γκρεμίσει).

(Είχε από τότε εντός μου
σε φθινόπωρο γυρίσει).
Μου είπες, α, ναι!
- πως μ΄αγαπάς
- μα τόχω λησμονήσει.

(Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια)