Tuesday 29 December 2009

Κυριακή

Κύματα Κυριακής τα μάτια μου
κύματα μοναξιάς τα χέρια μου
τρίζουν από ύπνο αθώο
τα δόντια μέσα στην καρδιά μου
το πεθαμένο το παιδί
δεν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ένα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στο μαντίλι
τέρατα περπατούν
ανάποδα στα όνειρα
φυσάει ένας άγριος αέρας
πάνω από τις λεμονάδες
πετάει μια νυχτερίδα
σαν πικραμένο ευαγγέλιο
με ένα μαύρο πανί
μία γυναίκα
σκεπάζει το φεγγάρι

Δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα.

Δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα...
Σκοτείνιασε από την άλλη την μεριά καθώς κοιτάζω
τ΄ άσπρα σπίτια και τα μαύρα σπίτια
πιο χέρι σημαδιακό τώρα θα μ΄ αγγίξει?
Δαιμονικές κόκκινες ρόδες όλο κυλάνε
αυτό το σμάρι των παιδιών
φωλιάζει και από ένας θάνατος μεσ΄ το κορμί τους
τον κάνανε χαρούμενο στεφάνι
και τον χτυπούν με το μικρό το ξύλο
κυλάει κυλάει το τσέρκι το κυλάνε
κυλάει η ζωή τους ήλιος που τα περονιάζει
καθώς χτυπάνε με το ξύλο
Τον παγωμένο θάνατο που τρέχει...
Το πένθος άφωνο κοκκάλωσε τριγύρω.
Δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα.

Monday 28 December 2009

Ασυμβίβαστα

Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη
ατέλειωτα μένουν.
Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη,
φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου.
Για αυτό αναγκάζομαι
κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη
με μια εποχή φθινοπώρου
να αποτελειώνω.

Wednesday 23 December 2009

Οι ταλαντώσεις του εκκρεμούς

Μέσα στο σκοτάδι δουλεύοντας επί επτά ημέρες ασταμάτητα
με αίμα και λάσπη έκτισε ο Θεός τον κόσμο
ακατανόητες έγιναν από τότε οι ταλαντώσεις του εκκρεμούς
που προυπήρχε της δημιουργίας, ανοιχτά απόμειναν
τα μάτια των νεκρών για πάντα και αλίμονο!
ο επελαύνων χρόνος δεν συγκρατείται πια από κανένα
ανάχωμα.

Monday 21 December 2009

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948

Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε κόπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι για αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ο καταδότης.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για νά έχω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου νά 'ναι έρχεσαι.
Φαίνεται από τη ζωή μου
ζωή πέρασες κάποτε.

Friday 18 December 2009

Ερωτικό κάλεσμα

Έλα κοντά μου , δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι , δεν είμαι η φωτιά.

Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις , έλα να τ' ακούσουμε μαζί.



Από τη συλλογή "Τα αντικλείδια", εκδ. Στιγμή

Ηχώ

Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με το βόμβο των εντόμων
Και τις βαρειές σταγόνες απ' τ' αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δέντρων
Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.

Friday 13 November 2009

Νοητή γραμμή

Καπνοί από τσιγάρα
και κούπες
γεμάτες καφέ,
δίπλα
στη νοητή γραμμή,
που η δίνη
των λέξεων
ακουμπά
και γνέφει
τραυματισμένη
τη σιωπή μου.

ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Αρλεκίνοι και παλιάτσοι
Διόνυσοι φρικτοί,
παροξυσμένοι.
Θα ντυθώ κι εγώ χαρούμενη.
Μες στο μπουλούκι των αγρίων
θα γίνω μία σερπαντίνα
να ξετυλίγω μ’ αγωνία
το αγκυλωμένο χέρι μου.
Οι ορδές των μασκαράδων
θα περνούν λαχανιασμένες.
Τα στόματά τους ανοιχτά,
στεγνά και πεινασμένα
θα ψελλίζουν εγγαστρίμυθα
«μαζί, χαρά, αγάπη».
Και πάνω σε αλογόσυρτο
φλογοσκορπίζον άρμα
η μοναξιά
θα ξεγελά τους μεθυσμένους
ντυμένη Έρωτας.

Monday 9 November 2009

Απόψε

Απόψε γύρισε ο καιρός.

Απόψε γύρισε ο καιρός, φυσάει
Ένας δυνατός βοριάς
Δεν τον ακούς
Φυσάει, βουίζουν τα πλατάνια ανταρεμένα
Δεν ακούς

Απόψε γύρισε ο καιρός, τελειώσαν
Ξαφνικά οι γαλήνιες μέρες
Τις βλέπεις, φύλλα πλατανιών
Μέσα στον άγριο άνεμο
Τις βλέπεις, φύλλα πλατανιών
Δε στέκουν πουθενά

Δεν στέκουν πουθενά, που να σταθούν
Πως να σταθούν
Φύλλα στην δίνη του καιρού, σκορπίζουν
Χάνονται
Ποιος ξέρει

Ποιος ξέρει τι καιρούς, πόσον καιρό
Ήσυχα οι γαλήνιες μέρες κυοφορούσαν
Τη νύχτα τη αποψινή
Κανείς δεν ξέρει τίποτα, ποτέ

Απόψε γύρισε ο καιρός, φυσάει
Ένας δυνατός βοριάς
Που βρίσκεσαι, δεν τον ακούς
Που βρίσκεσαι, θα φέρει καταιγίδα

Φύλλα
Πλατανιών οι μέρες μας
Στη δίνη των καιρών.

Sunday 8 November 2009

Ο Σωτήρας

Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ΄ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δεν θέλουν να κλείσουν και οι σκύλοι ανένδοτοι

Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμικα αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πως χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτή πληγή
πως να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ΄ το βούρκο πάλι και τ΄άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου

Όχι όχι τέλιωσε δεν υπάρχει σωτηρία

Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρητη λησμονιά

Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κοπήκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους.

Friday 30 October 2009

Διάπλους

Θέλω να περάσω αλώβητος
προς τον κρυμένο κήπο με τα άνθη της παραφοράς σου
προς τα εκεί που αδιάκοπα φυτρώνει
στο χυμένο αίμα σου ο αμάραντος
και εξαίσιοι έφηβοι μ΄ ένα κλωνί του
πηγαινοέρχονται άφοβα στον Άδη.
Διαπλέοντας ακόμη κια αυτή την άβατη σκέψη σου
με των καθαγιασμένων την υπεροψία να ξανοικτώ
αψηφώντας τις κάνες της σιωπής σου
προς τα εκεί που πάντοται ενεδρεύεις
που ανελλιπως μ΄ αγγίζεις
με δάχτυλα παραφροσύνης
και στιβάζεις μέσα μου στιγμές φαρμακωμένες
και περάσματα για μέρη απρόσιτα.
Στον τόπο που εσύ η αντιλόπη
εσύ η διαίσθησή μου
με το αδιάψευστο έγκαυμα στο μέτωπο
γίνεσαι η αδέσποτη καμπάνα της αφυπνίσεως
κι αναζητάς την σάρκα μου γυμνή
ρωγμή ζητάς να μπεις στον ύπνο μου
να σύρεις τον δαυλό
κρυφά απ΄ το βλέμμα της νυκτός
που με φυλάττει
να πυρπολήσεις τα όνειρά μου.

Του ονείρου μου η εκφορά

Πέρασα τη ζωή μου
Σπέρνοντας φώτα
Στην παρθένα έκταση του χιονιού
Στον αναπεπταμένο χάρτη του έρωτα.
Υφαίνοντας ένα μανδύα
Με ήχους μουσικούς
Ή χαράζοντας λέξεις
Μέσα σε μιά κατακόμβη
Αποπνιχτική
Κι όλα τα πράγματα νεκρά
Συναπαρτίζουν τώρα
Μιαν εκθαμβωτική πομπή
Κι ακολουθούν ομόθυμα
Του ονείρου μου την εκφορά.

Ολόιδια εσύ

Ολόιδια εσύ
Απαράλλαχτη
Πιο πελδινή από τη σελήνη
Και νυμφευμένη για πάντα
Με τον ουρανό
Ενώ εμείς
Στα πόδια σου ριζωμένοι
Να ΄χουμε γίνει πέτρες
Η λίγη στάχτη
Σ΄ ένα δρόμο σκοτεινό.

Όπως τα καρφιά

Όπως τα καρφιά
Σκουριάζουν κάποτε και τα όνειρα
Με τον καιρό.

Το σώμα αυτό

Ασυνεχές σκοτάδι το σώμα αυτό
διακόπτεται συχνά από μικρές φωτιές
που λάμνουν επάνω του φωτίζοντας
εδώ και εκεί ξεχασμένες πληγές
για χρόνια κρυμμένες πίσω από σχίνα
μιας λήθης εφήμερης.
Φευγαλέα λαμπυρίζουνε οι ατραποί του δέρματος
αδιέξοδες πλέον διαδρομές
νεκρές αναμνήσεις θριάμβων παλιών
που πνίγονται στη βλάστηση
του ώριμου χρόνου.
Ωστόσο το σκοτάδι επικρατεί
ολοένα καθίσταται οριστικότερη η νύχτα
και μόνο μια άπιστη αφή επιμένει
στα τυφλά να συλλαβίζει
την σκοτεινή του σώματος αυτού γλώσσα.

Μονόδρομος

                 Δυό τρόπους έχει η αγάπη να τελειώσει:
στο πέλαγος της ηδονής,
                                 ή στ΄ άλλο της μελάνης.
                    Δυό τρόποι για να βρεις τη λευτεριά σου:
ο ένας να φυγαδευτείς
                                 κι ο άλλος να πεθάνεις.

Τα παιδιά με τ΄ άδεια μάτια

Τα παιδιά με τ΄ άδεια μάτια
Προχθές περάσαν από δίπλα μου.
Κι ήτανε όμοια με τα θλιμμένα δειλινά
Καθώς αυτά ζυγώνουν προς τη Νύχτα...
Μου θύμηζαν πουλιά που χάθηκαν
Μες σε κυκλώνες και σε καταιγίδες
Κι άξαφνα βρέθηκαν κατάχαμα λιπόθυμα
Σκόρπια φτερά και κόκκαλα σπασμένα.
Μου θύμισαν νεκρά λουλούδια
Ξερά κλωνιά και πέταλα άχρωμα
Αναμνήσεις από παλιές εθωδίες...

Τα παιδιά με τ΄ άδεια μάτια
Διαβαίνουν την ζωή μια δρασκελιά
Στη βιάση τους να την γευτούν καλύτερα
Με τα σκονάκια του θανάτου.
Μοιραία την νύχτα ανταμώνουν
Επάνω στη χρυσή αυγή τους
Κι εμείς ανήμποροι
να τους τραβήξουμε στο φως
στεκόμαστε καταμεσίς του δρόμου...

Μνήμη

Δεν θέλω να με κλείσεις
στη μνήμη του κινητού σου.
Μοιάζει πολύ με τεφροδόχο.
Καλύτερα σ΄ ένα πρόχειρο χαρτάκι
λευκό, σκισμένο, έτοιμο να χαθεί
- μοιάζει με τάφο λευκό
που ίσως κάποιος τον επισκεφτεί.

Θέλω

Θέλω
μια ζεστή κουβέρτα
αντί γι΄ αυτό το ποίημα
που ξετυλίγεται με ύποπτα κρόσσια
σκαλώνοντας σε κάθε αγκάθι βρύση ή καρφί
Ένα σοβαρό μονόχρωμο σκέπασμα
αδιαφανές
κι αδια\άφορο στις αχτίδες της μνήμης

Όταν νυχτώνει

Όταν νυχτώνει
η ζωή αιμορραγεί
και μπαινοβγαίνει
από σώμα σε σώμα

Μεροληπτεί κάποτε ο θάνατος
και σου ανήκει

Sunday 25 October 2009

OLD MEN

“Old Men”.  That’s what they’re called.  Not Andrew, George,
Elias or Theodosis, but like ants
that live beyond good and evil
without special physiognomy,
as dogs and horses,
like masks: wrinkle-lipped
terra-cottas, drowned feelings, wounds and holes.
That’s what they look like.  Sometimes they remember them
and stick a knife into their bellies,
shove soft pears down their throats
or cut off their finger wearing a wedding ring.
They themselves wrap a bandage round their hand,
say nothing to anyone  
and it’s a if they expiate themselves in white,
they feel better,
as if having gone through a snowy night
but the heavy snow blinded them
they can no longer bear the white
and so they sink even deeper
in memory, sewers, black,
there where everything shines ageless,
there where for a few pennies they have a kiss on the lips.
But sometimes they make love (well,
so to speak) --
and instead of closing their eyes like those strange fellows
they open them wide, astonished, abysmal
and transparent.
They suck the horny penis
like their mother’s nipple
and afterwards rub gently the milk
on their face
deep inside a forest with ivy and wild strawberries.
They click their tongue.
They hand over their wallet but keep
some old black-and-white photos
and are careful changing the bandage on their hand.   

Translated from the Greek by Yannis Goumas

EROTIC

Your lips are parted      they have ripened
you can’t be more than seventeen
with a vertical line on the skin like a fig
split     opened
and July came out from within;
my lips closed tight for years
went to say something about misery about bitterness,
to utter your name,
you seized them sucked them and there was
no end to summer
all red flowers of fire of blood
herbs cooking pot and love.  

Translated from the Greek by Yannis Goumas

MY WIFE’S LOVER

My wife’s lover’s coughing
he looks me in the eye like a frothy-mouthed cat
he calmly claims his right to the meat on his plate
leaves his pants, pyjamas
and ring on my pillow
whispers words of love
pointing to the new building opposite,
he spits at me
is lost in my sleep or gets his fingers burnt
he makes for the sea                returns
holding a huge fish                  a fishbone
he cuts the moon into small pieces
silvery light falls as dust on my cock
he goes up to my wife
cuts off her thigh her hand her ulna
inviting me to chew them together
“what if you what if me it makes no difference
we have a common end
she will devour us”
a dormouse flashes by
my wife’s lover is mirrored:
his image resembles me
we have the same look full of suspicion and sorrow
I love you
he hands me my wife’s head nodding “yes”
her head and hair reek with blood
her eyes roll on the floor like beads.    
                                     
Translated from the Greek by Yannis Goumas

THRASYBULUS STREET

My life is haunted on this wretched bed
by all those bodies that rolled
on the blanket.  So many names, so much mist,
such unbearable sorrow.
The plaster is falling on the walls,
through the holes a thousand eyes,
voices weak, stifled
and years -- what, six? -- of much of a muchness:
the tap, the melted soap, the trash
on the stairs, empty bottles, shrivelled condoms
like T-shirts with no warm body to wear them,
the looking-glass with time stuck
in its cracks.  Your face.
A north wind is blowing, the drizzle drenches
the tin pots of pelargonium in the backyard,
remember?
The iron staircase with the fat landlady
who would ask for the rent after Mass,
the priest’s eyes through the church window opposite
reminding me of the inferno,
the devil in military police uniform lighting a cigarette
on the corner further down, suspicious, threatening
his gun aimed at me
ready to grab my money and my neck.
Rat-tat, the rain has stopped.  So much has happened
since you left.
I gather pieces of your face
on every random face, as the king
his mangled son in the fairy tale.
Winter has set.  Nutmeg.  Upstairs they are baking must-jelly.
“How can a few kóllyva* feed
all the beggars?” says the churchwarden.
“Yesterday you left your door open again.
Someone wearing a black duffel coat came knocking
around eight o’clock.
You should be careful;
all those junkies, criminals and paupers                                                
could clean you out.

(Suddenly there was a smell of jasmine; I quivered; where can you be?)
He said he was looking for you, apparently you were expecting him,
an acquaintance of yours.”
“Yes,” I replied, “I was expecting him, he is Death.”
“Oh, balderdash, you’re still young man,
touch wood,
but there’s no harm in being more careful.”

She too remembers you, but mum’s the word.
She looks sidelong at me as she plucks pelargonium.
But I too get my own back on you, you roughneck --
I shut the ramshackle door
and eat your flesh without remorse
like a cat that tears to bits her kittens in the washroom.  

Translated from the Greek by Yannis Goumas

BITTER ALMOND

Kiss me again and talk to me; it’s been long
since anyone kissed me, as happens
with syphilitic blokes or old geezers.
You know, as in the past my soul rose
to the lips and filled our mouths with saliva,
bitter almond and that sound on our tongues,
deep like hidden water under the leaves,
chosen by our heart to tell all that was untold.
So.  Now place your hands on your breast
as you usually do, and let me look at you
shyly, heavy with bay leaf and your kisses.  

Translated from the Greek by Yannis Goumas

THE OLEANDER

Every morning your mouth smells of oleander
and as sleep still lies heavy on your eyes
I take you again where the darkness
shielded us yesterday
without identity, assimilated and entire.
What little light enters through the window
makes visible the marks on the neck,
the breast, the belly, as if from a fight
our love gave and won
and you awaking serene
and sperm-silvered,
making sure of my regard
and going back to sleep in your oleanders.
Who knows what you’re dreaming of and won’t let go of my hand,
pressing it and unbending like a child
afraid to be left alone in its dreams.
You plunge into a sea of me and you
without seaweed and sky, only
mouth, perspiration and whispering.  

Translated from the Greek by Yannis Goumas

DISPOSITION

I’m sorry that you are so good
without a shade of memory on your comb
or fate’s wrinkle on your palms.
You resemble a god’s lot
who walks slowly along a river
and the storks quietly contemplate.
I’m chary of people touching you:

the stream is deep, of blue stone
and loneliness has silvery fingers
that weave useless cloth and hear
one voice crying “mercy” to the other,
the legs, deer of glass rooted to the spot
and the echo drifting in a forest of rain.

I’m sorry that my entire soul culminates
in the azure phonemes of your face
and secretly leaps imprisoned.

You are good, I’m sorry.

Translated from the Greek by Yannis Goumas

THE MURDERER NEXT TO ME

I always have suspicions about someone sleeping next to me.
For a start, who is he?
Is he the same guy who touched me earlier, or someone else?
Are his eyes, his voice, the same colour?
I can’t see well in the dark.  I light a match.
His brow lightens, but his eyes,
the only evidence of truth, remain closed,
submerged in a fishy dusk,
perhaps ready to attack.
His hand, of course, remains gripped in my palm
callous, slightly damp, inert,
but it could well rise abruptly
deviously or violently at any moment to grab me by the throat.
Maybe he’s dreaming that he’s chasing me
through deserted quarries, through corridors,
he reaches me, lifts the knife,
aims between my eyes,
brings it slowly down.
The match has gone out.  I light another.
The dried spunk on his stomach
protects him with thick scales
He knows well how to defend himself behind his nakedness.
I look closer.
His shoulders inspire trust,
suntanned, strong and smooth,
His neck, turned to the right,
looks like it wants to be caressed, but the hand
hanging down to the floor has its own life,
probably its own plans.  It’s dark again.
He stirs in his sleep.  He moves.
He turns towards me.
He stretches out his right arm, wraps it round my waist.
His legs are entangled with mine,
has the hour struck?
Silence again.  I feel his body leaning
heavier on me.
Now I’m certain.
Murderers sleep like babies
a sleep full of milk before they hit.
I must be on the alert.

It’s dawning.

Translated from the Greek by Yannis Goumas

I COULD

I could for hours inhale
your breath quietly, hearing you
speak like the sound of rain on a flower
about irrelevant matters.  Thus little we understand
one another, but you know, it’s enough
that I see your hand turning
the page of a book half-lit by the lamp
or your back covering the room
and me keeping silent.  Time has brought
this unexpected happening inside me:
it shone you honest and now I feel you
as a verdant fire growing more intense.
How noiselessly walks the night, prudent
for what remained unrealized or untold.

Translated from the Greek by Yannis Goumas
 

REFLECTING

Looking at his worn-out shoes he reflected:
in melancholy is God revealed;
All those clouds that come
and go in our dreams
kindly sprinkling our sleep
are trustworthy messages and rarely deceptive.

Sorrow for the fragility of things
caters for our faith, especially at night,
when people grow weary of their dealings
and remain crouched, expecting nothing.

Translated from the Greek by Yannis Goumas

THE PRINCE OF LILIES

He stood to have a breather on the evening threshold.
His breath calm like the sky.
-- Remember, he had said, a house
is not just smoke and stone, nor
even dawn and dusk with invisible diagrams,
it is something else, like when we count
how many wells are hidden in the sea.

He remembered the Prince of lilies who was building
his house with chick-peas and cypress cones,
because he feared the stone’s revenge    
and he had treated us to gingerbread
by the royal fountain and his wife
had snakes twisted round her legs.
Because a house needn’t
be only stone but a door as well
and beggars are discreet in reminding us
that it is synthesis, sky and earth.
Because a house need be only
a chair or a plate-rack’s silence.
I know -- Knossos pointed to the door
and was annoyed that I held the cameo in my grasp.
The Prince of lilies has no hands,
God has called him to his eternal rest. 

Translated from the Greek by Yannis Goumas

Saturday 17 October 2009

Το θα και το να τού θανάτου

Έτσι λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές ασήμαντες εικόνες
Ποιος θα ’χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη μιας ανάμνησης
Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη να εξηγεί
Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα
Για ν’ αγοράσει τι; ασήμαντες εικόνες
Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση
Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος∙
Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Φθινόπωρο

Τι γυρεύει το κορίτσι
Στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα
Καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
Γδύνεται
Με σύννεφα μπροστά στα μάτια
Με τη βροχή μέσ’ στο κεφάλι
Με τη βελόνα στην καρδιά
Βγάζει τις κάλτσες
Βγάζει τα λουλούδια
Πετάει το φωτοστέφανο
Έξω τα φύλλα του καιρού
Βάφονται μέσα στο αίμα.

Καθένας με το θάνατό του…

Kαθένας με το θάνατό του ονειρεύεται.
Kράτησα λίγη απ’ την ανάσα σου
και τη σιωπή ρυτίδα των χειλιών σου
αλλά εσύ δεν έχεις πρόσωπο και σώμα
το κάθε βράδυ λιγοστεύεις σαν μια λέξη
που ράγισε τον άνεμο χωρίς επιστροφή.
Eδώ καθένας ζει το θάνατό του
την κάθε μέρα κρύβοντας τα χέρια του
την κάθε νύχτα με τη μουσική
και τα σκοτάδια.
Όμως σε γνώρισα στο φως πριν από χρόνια
γνώρισα τη φωνή σου και το γέλιο σου
να φέγγει ανάμεσα σε λέξεις που καπνίζουν.
Έπειτα πέρασες στη φλέβα.

Ατμόσφαιρα

Η απουσία σου μικραίνει τον ουρανό
Έρχεται φεύγει
Πατά στα νύχια
Ξεκλειδώνει τις πόρτες
Στο ψύχος των μοναχικών χεριών
Τι άσχημα είναι σ’ αυτή την πολική τοποθεσία
Τι άσχημα κλεισμένος μες στο αρκτικό μου σπίτι

Ρωγμές

Πάλι στους δρόμους οπού ζήσαμε την προσωπίδα
κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού
τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα
μέσ’ στις συνέχειες των ονείρων έχω τον αμνό
δεν πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν
δεν πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν
είναι θεία ένδον αιθάλη π’ αλλάζει τις οράσεις
κι ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα.

Όταν σε περιμένω

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.

Νιώθω θρυμματισμένος...

Νιώθω θρυμματισμένος

ελλιπής

με διαπερνά σαν ρίγος η υποψία
πως κάποτε
πληρέστερος υπήρξα
πλησιέστερος
στο ιδανικό μου αρχέτυπο

Σε ποιους καιρούς λοιπόν έχω φθαρεί;
Σε ποιους καθρέφτες
αλλοιώθηκε η μορφή μου;
Πώς του εαυτού μου το
κακέκτυπο έγινα;

Βυθίζομαι στη μέσα μου σιγή

Ψάχνω να βρω
το πρώτο
πρόσωπό μου
στο μπλάβο φως
που εντός μου ακινητεί

στον σιωπηλό
κι ακύμαντο
βυθό μου

Είσαι λοιπόν η εντός μου προβολή...

Είσαι λοιπόν

η εντός μου προβολή
μιας άλλης παρουσίας
ή μήπως
του εαυτού μου αντικατοπτρισμός;

Δικό σου είναι αυτό το ήπιο φως
ή το αντιφέγγισμα είναι
του μέσα μου αινιγματικού
κι ανεξιχνίαστου όντος;

Πού σβήνονται τα σύνορα
της ύπαρξής μου
και πού αρχινούν της ύπαρξής σου οι φλόγες;

Και πώς
στου απελπισμού την ύστατη ώρα
της δόξας σου ανατέλλει ο τέλειος ήλιος
κι όλο το εντός μου βάραθρο
φωτίζει;

Λάμπεις στα ύψη ή στο βυθό;
Πλησιάζεις τάχα ή όλο απομακρύνεσαι;

Απειλή

Και πάλι ρόδινοι νυγμοί
στην άδεια νύχτα

σταγόνες μνήμης
στην τυφλή σπηλιά μου

ένα πουλί από φως στο μαύρο φόντο
ρίγη κελαηδισμού

φοβάμαι πάλι

Περίμενες...

«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμενον»∙
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα...
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
-- οι φανοστάτες δεν ανάψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει...

«Ο έρωτας», είπες...

«Ο έρωτας», είπες,
«αυτός μόνο καρφώνει έξω απ' τον Καιρό
την Μνήμη»
-- φτάνει στην Πάργα των τσιγγάνων,
φτάνει στην Παραμυθιά των ατίθασων
Τσάμηδων,
-- φτάνει στους τσόγλανους του Σαββατόβραδου
στα Γιάννενα, στην λίμνη...
«Τα μάτια σου είναι δυο σύννεφα»
-- δύο σύννεφα που δεν ξέρουν
πώς να γίνουνε βροχή...

Ο καιρός

Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Ο καιρός σαν φθινόπωρο
Ο αέρας
Που πέφτουν τα φύλλα
Που πέφτουν οι βροχές
Σαν φθινόπωρο
Ο καιρός
Που πέφτουν τα στόρια στα παράθυρα
Που πέφτουν οι άνθρωποι από τα παράθυρα
Που πέφτουν τα ανδραγαθήματα
Ο καιρός μας
Με τα μάτια στην πλάτη
Με τα καφενεία στις γωνίες
Με το τηλεσκόπιο στα καφενεία
Σαν φθινόπωρο ο καιρός
Που κρύβεις το πρόσωπο
Που αλλάζεις τον δρόμο σου
Που υποπτεύεσαι και σε υποπτεύονται
Με την ταχυπαλμία στο πρώτο κουδούνισμα
Με την ανακούφιση στο τρίτο
Με την αγωνία στα μάτια σου
Με την απόφαση στα μάτια σου
Με τον ερμαφροδιτισμό σου
Σαν μπάσταρδο
Ο καιρός
Ο δικός μου
Ο δικός σου
Ο δικός μας καιρός
Σαν μπάσταρδο.
Με το κουμπωμένο σακάκι
Με τη ντροπή

Ας μιλήσουμε

Οι καιροί που φτάσαμε
Οι καιροί που δεν προλάβαμε την αντοχή τους
Όλα αυτά μαζί κι ο φόβος
Μαζί κι ο θάνατος
Και το χέρι που δεν άγγιξε το άλλο χέρι
Και τα μάτια του νεκρού που έμειναν μέχρι τέλους
Όρθια
Όσο να πεις όλα αυτά
Και τα άλλα
Στις συνοικίες και τα χωριά
Στις λέξεις και τα σχολεία
Στον εγκέφαλο και τα νοσοκομεία
Όπου προλαβαίνουμε τον αυτοκτονούντα
Με μία πλύση στομάχου
Και χάνονται οι αισθήσεις
Και στις μικρές αγγελίες πλεονάζουν τα «ζητούνε»
Όσο να πεις
Ό,τι να πεις
Ας μιλήσουμε λοιπόν.
Ας δούμε μαζί την αισιόδοξη πλευρά
Του πράγματος. Των πραγμάτων την τιμή
Και το αίμα.
Παντού

Συναλλαγή

Όπως και να 'χει το πράγμα
Όπως και να 'χει
Περικυκλώνει ο φόβος
Όπως και να 'χει
Η επικοινωνία εκτελείται.
Αστικά λεωφορεία εντός πόλεως
Υπεραστικά εκτός
Και οφείλεις να 'χεις στο χέρι το αντίτιμο
Της διαδρομής
Της εγκαρδιότητας
Της οικειότητας
Της συνουσίας

Αυτόματος μετρητής
Αυτόματος πωλητής

Για να μην υποπτεύεσαι
Για να μη σε υποπτεύονται
Να μη σε φοβίζουν οι σκιές
Ο φόβος
Ο φόβος
Τίμιος στη συναλλαγή
Για να μη γίνονται σύμβολα οι ασπασμοί
Να μη μπερδεύεσαι
Να μη μπερδεύεσαι
Να μη μπερδεύονται

Η ζωγραφιά

Πάντα στο ίδιο μέρος
στο ίδιο μέρος σε συναντώ-
γωνία Παύλου Μελά και Ομονοίας
Να περιμένεις στον πολύ ήλιο
με μια πελώρια ζωγραφιά στον ώμο
σαν πόλη
Οι τοίχοι της ασβεστωμένοι πολλάκις
και πάνω τους δαχτυλιές
από φθαρμένη νύχτα και τυπογραφείο
κι η ζωή σου ν' αργοσαλεύει
λίγο παρακεί σαν σημαία
Λέγε∙ Λέγε-
ποιανής πόλης σημαία είσαι
και πόσος θάνατος σε βρήκε;

ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΦΕΥΓΩ

Φεύγω
χρόνια σου φεύγω.
Ούτε για περαστική
δεν έπρεπε να με λογαριάζεις.
Κι αύριο που θα σου ανοίγω την πόρτα
για να σε υποδεχθώ
θα λείπω.
Μη θαρρείς πως θα με κρατήσουν
οι πίκρες που μου χάρισες
και που με πέτρωσαν
Νιόβη αιολοδάκρυτη
στην κλίνη σου.
Είναι κάτι θύρες μυστικές.
Δεν τις έφραξες όλες.
Όλη σου τη ζωή να σφραγίζεις
μη ξεθαρεύεσαι
θα φύγω.

Είναι ένας θάνατος
που δεν τον έχω ακόμη γευτεί.
,
Αλήθεια ούτε για περαστική
δεν έπρεπε να με λογαριάζεις.

ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙΣ...

Κινδυνεύεις, δε βλέπεις;
Όταν μ΄αγκαλιάζεις
δεν καταλαβαίνεις
πως πρέπει μ΄άλλα μάτια να με προσέξεις;
Δεν καταλαβαίνεις
πως ανάμεσά μας οι σχέσεις
είναι αντίστροφες;
Πως εγώ είμαι η αιχμηρή
που σε διαπερνώ
που κατοικώ το μυστικό σου χώρο
που ψηλαφώ κι ανιχνεύω
που γνωρίζω αλάθητα.
Δεν ένοιωσες
πως κλείνοντας τα μάτια σου
μ΄έκλεινες μέσα;
Πως δραπετεύοντας
έπαιρνες με τις τύψεις σου
και μένα;
Δεν καταλαβαίνεις πως όταν σφραγίζεσαι
μέσα σου και μένα σφραγίζεις
έτσι που ανενόχλητη
στο σκοτάδι σου σ΄ερευνώ;
Μα δε βλέπεις πως είμαι ένα άγριο
κοφτερό σα δρεπάνι
αχόρταγο
ερωτηματικό;

Sunday 11 October 2009

ΕΚΕΙΝΟ

Εκείνο που ζήτησα από τη ζωή
μου το 'δωσε
ίσως και δίχως να το θέλει,
εκείνο που της ζήτησα
το πήρα σαν ψωμί μέσα απ' τα δόντια της,
γι' αυτό σαν βλέπω λίγο εσύ να μου μακραίνεις,
λίγο πως πας να κουραστείς,
πως μένεις πίσω από τα βήματά μου,
είμαι έτοιμος να βγάλω μια φωνή:
βοήθεια!

ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Μιλώντας παντού,
πως χτες ήταν που κράτησες στα χέρια σου
το χτυποκάρδι ενός φθινοπώρου,
κ' είδες το λιποψύχισμα μιας πολιτείας στη βροχή.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Σφυρίζοντας παντού,
τι δρόμους μέσα στη νύχτα περπατήσαμε,
σε ποια παράθυρα μας έφεγγαν τα όνειρα των ανθρώπων,
ποιοι κήποι άνθισαν απ' την ανάσα μας.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Ολομόναχος ακολουθούσε,
συναθροίζοντας από κάθε βήμα μας τον έρωτα,
την κάθε στιγμή,
που γίνεται κύμα γαλάζιο και μας χτυπά με πάθος.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Το ρίγος πήρε απ' το κορμί μας,
κι όλο το σθένος, που κλείνει μέσα μας η επιθυμία,
το ύψος απ' τ' άστρο, το λυγμό της θάλασσας, την αλλόκοτη πικρία,
που φέρνει το δάκρυ μιας βροχής, όταν κυλά στο πρόσωπο.

Αυτός ο άνεμος θα μας προδώσει.
Δεν υπάρχει άλλη ώρα να μας καλύψει,
τώρα είναι που ζει μέσα μας ολοζώντανο το γεγονός,
η αίστηση του νέου χυμού στο αίμα, η χαρά της συγκατάθεσης,
το ταξίδι στη σιωπή του χρέους και το τέλος.


S/S TERRIFIED RETURN

Δεν ξέρω αν φταίνε τα μάτια μου ή αν έχουν μεταβληθεί τα λιμάνια,
αν κάθε τι καινούριο κρύβει κι ένα χωρισμό,
ή μόνο τα μάτια γερνούν, όλο και πιο πολύ ησυχάζουν,
ο χρόνος καταπιεστικά μας περιφράσσει στα χαρακώματα.
Κι όλο ζητάω να βρω καινούριες προβλήτες, καινούρια περίπτερα,
τόπους καινούριους, άλλους ορίζοντες, ξένα φανάρια,
γιατί φοβάμαι, τρομάζω την κάθε επιστροφή,
δεν αντέχω την επαιτεία σε χώρους που τόσο αγάπησα.

ΤΑΞΙΔΙ

Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα.
Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα.
Γιατί μέσα στην πολιτεία
είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς,
γιατί μέσα στο φως το πρωινό
έσπερναν τη φθορά και την αγωνία.
'Oσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν
ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
'Oσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα.
'Oσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν
έχουν ελπίδες.
Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς
πεθαίνουν από έκπληξη
γιατ' είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δεν βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.

Kεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη δω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

ΣΕΛΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΗΧΗΣΕΩΝ

Μια γυναίκα λούζεται στην άμμο
Και πέφτουν τα φιλιά της στον αφρό
'Αστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη
Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει
Ρουφά το γλεύκος τ' ουρανού
Ο γαλαξίας μετουσιώνεται
Τρέφει τις νοσταλγίες του κ' έπειτα σβήνει
Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένει
Γλυκειά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη
Μέσα στο σκότος την συνήντησε ο κουρσάρος
Η καρατόμησις του εχθρού του δεν τον εμποδίζει
Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει
Στα μάτια της καλής του
Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ως πέρα
Μια νύχτα
Δυο νύχτες
Κ' έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει
Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιώνος.

Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου' λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
'Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας

'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

ΜΕΤΑΡΣΙΩΣΗ


Το πνεύμα μου, σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα,
λύνεται απόψε στο άπειρο χωρίς να βρίσκει αναπαμό.
Τις ζώνες γύρω του έσπασε και ανατινάζεται θερμό
το πνεύμα μου σαν ουρανός, σαν ωκεανός, σαν θάλασσα.
Σαν γαλαξίας απέραντος το σύμπαν σέρνω στο χορό.
'Hλιο τον ήλιο γκρέμισα, θόλο το θόλο χάλασα,
κι είμαι σαν μιαν απέραντη, πλατιά γαλάζια θάλασσα,
που οι στενοί πάνω μου ουρανοί δε μου σκεπάζουν το νερό.

PΟΕΝΑ DΑΜΝΙ (Ο πρώτος θάνατος) Ι

PΟΕΝΑ DΑΜΝΙ (Ο πρώτος θάνατος)
Ι
Το πέλαγος ατσάλινο. Η σελήνη σιωπηλή σαν πόνος στο βάθος του μυαλού. Κορμί που παρασύρεται εδώ κι εκεί πάνω στο βράχο σαν φύκι ή άψυχο πλοκάμι, καρπός υστέρας ερεχθομένης ανέμοισι, έλος έναιμο και σαρκώδες. Το αριστερό χέρι κομμάνο σύρριζα, το δεξί χέρι μέχρι την άκρη του πήχυ, σάπιο μπαστούνι παραληρώντας στα πνευμόνια του νερού. Απ' το κατεστραμμένο στόμα έμενε μόνο μια πληγή που έκλεισε σιγά-σιγά. Από τα μάτια ένα θαμπό φως. Τα μάτια δίχως βλέφαρα. Τα πόδια μέχρι τα σφυρά - δίχως ταρσό. Σπασμοί.
ΙΙ
Άλια καταδίκη δεσμά από θρύψαλα λυγμών
κάτω απ' τα ραγισμένα βλέφαρα στεγνού κρατήρα
αόρατη βορά -
τυμβωρυχίες ερώτων, λιτανείες στις ετοιμόρροπες
αισθήσεις, εξαρθρωμένες μελωδίες, λάβα
αποκεφαλισμένων ποταμών
λεπίδες των κυμάτων βαθιά στο παραπέτασμα·
ανάπτυξη κλεψύδρας, επιδημία
άκρατες οπτασίες ηρώων λυγισμένων
στις μεθυσμένες φλέβες του φωτός
η καταιγίδα που χειμάζει στα έλκη
ο φυλλοβόλος νόστος
ενός τεμαχισμένου σώματος την άνοιξη

ΙΙΙ
Νεκρά σαγόνια σφίγγοντας χειμάρρους
σπασμένα δόντια που ξέθαψε τις ρίζες τους
ο κραδασμός του θύματος πριν προσκυνήσει την αρπαγή
τριγύρω τα ίχνη της μανίας και η ερήμωση
ανάμεσα στα γέρικα κλαδιά της εκατόμβης
απλώνονται σα δίχτυ προς τον αναιμικό ουρανό
που σαν τρεμάμενο φιλί γκρεμίζεται απ' τα χείλη σου·
στρατιές νεκρών που ψιθυρίζουν ασταμάτητα
σ' ένα απέραντο νεκροταφείο, μέσα σου
και δε μπορείς πια να μιλήσεις, πνίγεσαι
κι ο γνώριμος ο πόνος ψαύει
διεξόδους στο απαρόδευτο κορμί
τώρα πια δε μπορείς να περπατήσεις -
σέρνεσαι, εκεί που το σκοτάδι είναι πυκνότερο
πιο τρυφερό, κουφάρι
ξεκοιλιασμένου ζώου
ένα μικρό σωρό κοιταίων κοκκάλων αγκαλιάζεις
κι αποκοιμιέσαι.

Ζωές

Κ' έτσι πάνε και σβήνουνε όπως πάνε.

Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως
αγάπης γαληνής, κ' ενώ κυλούν
σαν ποταμάκια, εντός τους το σφαλούν
αιώνια κι αξεχώριστα, καθώς
μες στα ποτάμια φέγγει ο ουρανός,
καθώς στους ουρανούς ήλιοι κυλούν.
Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως…

Λέω τις ζωούλες που 'ναι κρεμαστές
απ' τα ρουμπίνια χείλη γυναικός
ως κρέμονται στα εικονοστάσια εμπρός
τα τάματα, οι καρδιές ασημωτές,
κ' είναι όμοια ταπεινές, όμοια πιστές
στ' αγαπημένα χείλη γυναικός.
Λέω τις ζωούλες που 'ναι κρεμαστές…

Που δεν τις υποψιάζεται κανείς,
έτσι όπως ακλουθάνε σιωπηλές
και σκότεινες και ξένες και θλιβές
το βήμα, την ιδέα μιάς λυγερής
(κι αυτή δεν υποψιάστη), που στη γης
θα γείρουνε, θα σβήσουν σιωπηλές.
Που δεν τις υποψιάζεται κανείς…

Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά
σαν άστρα κάποιας ώρας αυγινής,
από τη σκέψη μιάς περαστικής
που, για να τρέχει τόσο χαρωπά,
δεν είδε τις ζωές που σβηούν σιγά
σαν την ψυχή καντήλας αυγινής.
Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά…

Tuesday 6 October 2009

Λευκή επιταγή

Τι μου λες

τώρα για το χθες,
αφού το άτολμο
“υπέρ πάντων”
και το νευρικό
“κατά πάντων”
υπέγραψε προδοσίες
στη λευκή επιταγή
του μέλλοντός μας.

Κορμιά στερνής απάτης

Τρελή γιορτή

στις απαντοχές
μιας ανείπωτης θλίψης,
έστησε η αρμύρα
του κύματος
κι έκαψε τις οδύνες,
σχεδιάζοντας
με λιτές γραμμές
κορμιά στερνής απάτης.

Φύλλα φωνήεντα

Φωτίζουν

φυλάγοντας φωτιές,
φρουρούν
φωνές φευγάτες,
φοράνε
φύλλα φωνήεντα,
φτηνά φιλιά
φοβούνται,
φονεύουν
φήμες φαντάσματα,
τα ποιήματα φταίνε!

Ιδιόχειρο

Λύγισες

μπρος στα μάτια
που κάρφωσαν
με το βλέμμα
της αμφισβήτησης
το ιδιόχειρο
κενό γράμμα
της συνείδησής σου.

Ποίηση

Κι εγώ την απεχθάνομαι·

ασφαλώς και υπάρχουν
πιο αναγκαία πράγματα στη ζωή
απ' αυτό το ατέρμονο scrabble
με τις ξαφνικές κρίσεις λεκτικής ευφορίας.

Διαβάζοντάς την όμως
με απόλυτη αποστροφή
ανακαλύπτει κανείς
μέσα στις άχρωμες σελίδες της
έναν τόπο προορισμένο για το αυθεντικό:
έναν φανταστικό κήπο
με πραγματικές αλέες
όπου το πτυχωτό φόρεμα της κ. Μουρ
σαρώνει με ρυθμική μεγαλοπρέπεια
τα νεκρά φύλλα των ενδοιασμών μας.

Η Κλεψύδρα Του Κόσμου

Από τα καταφύγια.

Τις χαράδρες των εναγκαλισμών.
Των βλεμμάτων άνθη του κενού.
Άνεμος ευπατρίδης έρχεται
Και ιοβόλο νεύμα.

Την ιστορία αυτή την ξέρουν όλοι.
Κι εγώ μόλις την βλέπω τώρα
- αντίληψις ισοσθενής.
Έτσι καθώς το απάγκιασμα του υπαρκτού
- αλλοφανής αστέρας - την νανουρίζει.
Πίσω από τους ώμους της θέας.
Και του αλγοειδούς περισπασμού.
Μια άλλη, πρώτη προβάλλει.

Σιωπηλή. Επανατάκτις.
Με τα μάτια στραμμένα μακριά.
Μια ιστορία κοσύμβη.
Χωρίς καμιά αφήγηση να την καταργεί.
Άγνωστη εις τριπλούν.
Απρόσκοπτη από την γνώση.
Την παρέπαρση του ματιού.
Και την κατάχρηση εξουσίας του τοπίου.

Αυτοσυντήρηση

Θα πρέπει να ήταν άνοιξη

γιατί η μνήμη αυτή
υπερπηδώντας παπαρούνες έρχεται.
Εκτός εάν η νοσταλγία
από πολύ βιασύνη,
παραγνώρισ' ενθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους όλα
όταν τα πάρει ο χαμός.
Αλλά μπορεί να'ναι ξένο αυτό το φόντο,
να'ναι παπαρούνες δανεισμένες
από μιάν άλλην ιστορία,
δική μου ή ξένη.
Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση.
Από φιλοκαλία κι έπαρση.

Όμως θα πρέπει να 'ταν άνοιξη
γιατί και μέλισσες βλέπω
να πετουν γύρω απ' αυτή τη μνήμη,
με περιπάθεια και πίστη
να συνωστίζονται στον καλύκά της.
Εκτός αν είναι ο οργασμός
νόμος του παρελθόντος,
μηχανισμός του ανεπανάληπτου.
Αν μένει πάντα κάποια γύρις
στα τελειωμένα πράγματα
για την επικονίαση
της εμπειρίας, της λύπης
και της ποίησης.

Εσωτερικές Εξομολογήσεις

Άψυχοι έρωτες από κέρινα φτερά

Κοινωνία μεταμορφωμένων αγγέλων
Ατέρμονες αναζητήσεις
σε λαβύρινθους του παραλόγου
Καταστροφικοί εγωισμοί και φόβοι
που ακροβατούν στα πρέπει και τα θέλω
Απόηχοι ερωτηματικών
σε εσωτερικές εξομολογήσεις
Περιπλανόμενες Ερινύες
Ανεκπλήρωτες προσευχές
Συνειρμοί που ζαλίζουν
Καθημερινότητα που "δήθεν" λυτρώνει...

Νοητή Γραμμή

Καπνοί

από τσιγάρα
και κούπες
γεμάτες καφέ,
δίπλα
στη νοητή γραμμή,
που η δίνη
των λέξεων
ακουμπά
και γνέφει
τραυματισμένη
τη σιωπή μου.

Αέρινες Φωτογραφίες

Σε τρύπιους ασβεστόλιθους

λάξευσε ο χρόνος τις σκέψεις μας.
Κι’ έγιναν αέρινοι κρυψώνες
πέτρινοι σκληροί,
θεμέλιο σε σπίτι ερημωμένο.
Αφήνοντας φυλακισμένες τις σκέψεις
σε δοκάρια σπασμένα, σε πόρτες, σε τοίχους.
Ανεξίτηλες στη λησμονιά,
αόρατες στον πόλεμο και στην καταστροφή,
μοναδικά αντίγραφα οι αναμνήσεις.

Τα Γραπτά Πετούν

Ο αναμάρτητος πρώτος βαλέτω. Αυτός

Που δεν του πέρασε ποτέ απ' το νου
Πως τα πτερόεντα πετούν κουρνιάζουνε
Σαν τρομαγμένα πάνω στα γραπτά
Μήπως και βρούνε τρόπο κάπου να τρυπώσουνε
να μείνουν όπως μένουν τα αιώνια όλα
Στον αιώνα.

Πτερόεντα είναι, αφελή, τι να σκεφτούν.
Όμως ετούτα εδώ, τα αιώνια,
Δεν ξέρουνε
Για πόσο μόνο θάλλει μια
αιωνιότης; Και αγάλλονται
Τ’ ονοματάκι τους χαράζοντας βαθιά
Στην πιο πολύτιμη
Άπεφθη
Λυδία των πάντων
Λήθη.

Τώρα Που Έμαθα

Τώρα που έμαθα να κρύβω λόγια

κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων,
συνήθισα το σκοτάδι
και τα βήματα των μεθυσμένων
στους ξερούς ήχους των στιγμών μου.

Τώρα που έμαθα,
αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει,
αναπνέω μα δεν ζω με τ’ οξυγόνο
των γκρίζων δρόμων,
μήτε του σπασμένου λιθαριού
που ήταν κάποτε καρδιά.

Τώρα που έμαθα,
μπορώ ν’ ανοίγω την καρδιά μου,
τη θάλασσα που τη φοβόμουν,
να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες
τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους.

Τώρα που έμαθα
το μυστικό των λευκών χαρτιών
-που δεν ειν’ άλλο
από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει-
τρέμω τους άσπρους τοίχους
που δεν έχουν πάνω τους σημάδια
κι όλο νομίζω βλέποντάς τους
πως ξεμαθαίνω πια να γράφω.

Λίμνες Της Σελήνης

Η μικρή πέτρα

που ριγά στ' άγγιγμά σου
κι η κραυγή
του σύμπαντός σου
είμαι.

Και στέκω εκεί
και θωρώ στα μάτια σου
τους ουρανούς και τους πλανήτες
και τις λίμνες της Σελήνης.

Και μένω εκεί
κι αναζητώ στην ανάσα σου
τον άλλο ορίζοντα
και τα νησιά
που δεν ανακαλύφθηκαν ακόμη.

Η μικρή φλόγα
που θεριεύει στ' άγγιγμά σου
κι η γαλήνη
του Απείρου σου
είμαι.

Monday 5 October 2009

Επιστολή με ερωτηματικά

Που να βρίσκεσαι άραγε?
"Στο Λουτράκι" όπως μου είπαν?
Να πιστέψω τα λόγια τους?

Έκοψες κοντά τα μαλλιά σου?

Ζεις σε μονοκατοικία?
Σε διαμέρισμα με βεράντα και πολλά λουλούδια?
Σε σπίτι που έχει ολόγυρα πεύκα και κυπαρίσσια?

Σε κλείνουν τοίχοι ψηλοί και κάγγελα?

Τα πρωϊνά βάζεις το τζην που ξέρω?
Βρίσκεις ερημικές αμμουδιές?
Κολυμπάς - ακόμα - χωρίς μαγιό?

Πόσο ελεύθερη είσαι?

Φοράς το μαύρο σου φόρεμα?
Βγαίνεις τα βράδυα?
Διαλέγεις ήσυχα μαγαζάκια?

Ακούς "Τα παλιά τραγούδια με τους μελλοντικούς ήχους"?

Έχεις παιδιά?
Είναι ξανθά όπως τα ήθελες?
Χαϊδεύεις το κεφαλάκι τους?

Τα μαθαίνεις να τραγουδάνε?

Το δωμάτιοό σου βλέπει θάλασσα ή βουνό?
Σε θέλγει ο Κορινθιακός?
Σε εκστασιάζουν τα Γεράνια?

Εξακολουθείς να διαβάζεις ποιήματα?

Τις νύχτες - εκεί - έχει δροσιά?
Σκεπάζεσαι με το λινό σεντόνι?
Αφήνεις το παράθυρο ανοιχτό?

Έχεις ..... παράθυρα?

Καταφυγή

Τη νύχτα θεώμαι τα πράγματα
τη νύχτα προσφεύγω στο θαύμα

ότι πολύ αλαφρύνεται το αμάρτημα
της ύπαρξής μου με το βάλσαμο της
δρόσου

κι ότι πολύ απαλύνεται
με των δακρύων την έξοδο
η οχλαγωγία της μέριμνας
στο στήθος μου

ω - την ημέρα χαίνουν οι πληγές
ηχούν αργύρια προδοσίας
άχθος και κονιορτός με καταβάλλουν

όμως τη νύχτα ανοίγονται οι πηγές
βαθαίνουν οι στιγμές σαν περιβόλια
γίνεται η λύπη φως
η μνήμη δένδρο
κελαρυσμοί νερών τ΄άχαρα χρόνια

τη νύχτα που τα σώματα σιωπούν
και των ψυχών η μουσική αναβρύζει.

Οι απόντες

αθόρυβα στο διάδρομο βαδίζουν
στο διπλανό δωμάτιο συνωθούνται

μόλις που ακούει κανείς
τα βήματά τους
μαζί με των πραγμάτων τους τριγμούς
των ρολογιών
τη φλυαρία

κι όμως
οι πόρτες ήταν κλειδωμένες
μανταλωμένα τα παράθυρα όλα
ποιός άνοιξε?
ποιός είπε να περάσουν?

τώρα
σ΄ αυτή τη νυχτωμένη κάμαρα
το είδωλό μου μέσα στον καθρέπτη
καρτερικά προσμένει
την επέλαση.


Μοναξιά μου


Fragmentum

Ήθελες κάτι να μου πεις και δε σου το ρωτούσα
(Το καλοκαίρι είχε σωθεί
και τ' άνθη που αγαπούσα).

Ήθελες κάτι να μου πεις
και τόχα λησμονήσει.
(Τη ρίζα που καθόμαστε
-θυμάσαι? - έχουν γκρεμίσει).

(Είχε από τότε εντός μου
σε φθινόπωρο γυρίσει).
Μου είπες, α, ναι!
- πως μ΄αγαπάς
- μα τόχω λησμονήσει.

(Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια)

Saturday 19 September 2009

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Οταν χανόμαστε σε σκέψεις,
χάνουμε αυτή την αμεσότητα του θαύματος
καθημερνού και ατελεύτητου
λίγο πιό δω απ´την οργή μας και τον φόβο μας,
λίγο πιό κει από τα μαραμένα βλέφαρά μας.
Το θαύμα,σταγόνα πρωϊνής δροσιάς στα πέταλα του ρόδου.
Το θαύμα της γαλάζιας της σκιάς
καθώς γλιστράει στους τοίχους των σπιτιών τη νύχτα
Κι ένας αρχάγγελος πάνω απ´τον θόλο της οδύνης μας,

να ραίνει μ´άστρα την αμήχανη σιωπή μας...

Βασιλική Φράγκου


Τα ποιήματα της άλλης μέρας

1

Μπρος στο παχύ μου μαύρο σκοτάδι
ανοίγει θαυμάζοντας το μυαλό
την άγρια ομορφιά των ασυνείδητών μου πόθων

2
Μ’ αγαπάει γυρνώντας το αφοσιωμένο του πρόσωπο στη θάλασσα
Μόνο το χαμόγελο δεν προχωράει
αντιγράφοντας τις πέτρες με αδέξιες συσπάσεις
κι έχει ένα χέρι αργό σα φως πάνω σε κάθε μίσχο
προσεχτικό σα νεράκι που σταλάζει από ελαφρή πέτρα πάνω στην άμμο
Τον αντιγράφω κι εγώ τοποθετώντας τις πέτρες στον άλλο ορίζοντα
εκεί που το φως είναι μηδαμινό και τα πουλιά πετάνε ελεύθερα χωρίς αγγίγματα
και το καθετί είναι τα πάντα

3
Περνάει χαμηλά, περνάει κοντά
κι ειν’ ανοιχτές οι δυό του άκρες
Γεμίζει τις άκρες του κόσμου και φεύγει
Κι είναι πολύ, πάρα πολύ να σηκώσει τόσο βάρος
Οι πέτρες φορτωμένες με τη σιωπή πέφτουν μεσ’ στην ανησυχία

4
Σταματάω τον εαυτό μου κι αρχίζω εσένα στον ορίζοντα
Είναι καφέ το ένα σου πόδι σαν το χώμα
και είναι το μικρό σου σχήμα αφάνταστα όμορφο
κι ειν’ εύκολο έτσι να σε πω
όπως ανοίγεις κάθε ήχο και ξεκινάς απλά τα πράγματα

5
Κι αν στο μικρό σου φτερό γίνει μια ρωγμή και γεμίσει καμπύλες η άμμος
κι αν στο φως εμφανιστείς σα μικρό σημάδι
Το πρώτο κομμάτι του ήλιου πάντα θ’ ακινητεί –
όσο υπάρχεις

6
Σπάω και σταλάζω σαν κλαδί
στο φως
της άνοιξης
Γερές γραμμές πυκνώνουν το χώμα
και πέφτω μ’ ανοιχτά τα μάτια
μες στις πέτρες

7
Πέφτω πλάι σου –
σ’ όλους τους τόπους που άφησες
στην αφημένη παρουσία σου –
τους τόπους που άφησες
στους τόπους που άφησες ψάχνω τις βαθιές λακκούβες σου

Ξένη Σκαρτσή

ΗΔΟΝΙΚΗ ΝΕΟΤΗΤΑ

Δεν είναι πια το σώμα ή η μορφή που αγαπήσαμε σ’ εκείνη
       την ηδονική νεότητα
Και ούτε οι ονομασίες των δρόμων ή των σταθμών που ταξιδέψαμε
Με τον άγγελο να μας γνέφει πίσω απ’ το τζάμι της βροχής.
Είναι ο αγέρας που φυσά μες στις βαθιές
Στις άγριες ραγισματιές π’ άνοιξε ο χρόνος
Κι είναι η άβυσσος που βρυχιέται γύρω μας
Όρθια ξέσκεπη άβυσσος
Όπου ηχούν ακόμα οι πέτρες που έριξα
Να την πατώσω.

Το σώμα μου κρατάει ακέραιη την ηδονή εκείνη
Μεσ’ σε δωμάτια
Που προεξέχουν μια σπιθαμή από τη μνήμη
Και με παιδεύουν με των κεριών τους το ημίφως

Δωμάτια παρατημένα να τα μετρούν οι καταιγίδες
Ξέρω, ήταν λίγο πριν απ’ τη μικρή αιωνιότητά μας
Λίγο πριν σημάνει για το τραγούδι
Δεν είχα δει το μνήμα που ανάβλυζε σκοτεινό μέσα μου
Να αιχμαλωτίσει το χρόνο
Δεν είχα δει το πέρασμα του αγγέλου.   


 Μαρία Πόθου

Κολάζ

Γιατί κολλήσανε τώρα σ’ αυτό το κείμενο
Ας βγάλει ο αναγνώστης κάποιο
νόημα αν τα νοήματα είναι
πολλαπλά
ή ας μη βγάλει ολωσδιόλου αν
οι ερμηνείες όπως λένε περιττεύουν
ή αν  η ίδια η σημασία αυθαίρετα
μπορεί το τίποτε να εννοεί
ή οτιδήποτε
Ας μη ξεχνάμε πως αμφισημίες συχνά
προκύπτουν κι από ατυχή διατύπωση
γι αυτό καλύτερα να επικεντρωθούμε 
στη διαίσθηση πως κατά βάθος
κάτι αβέβαιο τρίζει

Ωστόσο παρατείνεται κι αυτό το απόγευμα
μες στη κενή κανονικότητα του, στον
τρίτο πάντα όροφο, γραφείο
αρχισυντάκτη με κείμενα αυτιστικά
ώρα αιχμής, στους δρόμους μποτιλιάρισμα
μια μέρα επίσης τελειωμένη πλαδαρή
όταν για μένα το μοναδικό σημαίνον
είναι το αντι-κείμενο του πόθου μου
εσύ
και άλλοθι μου να σου ψιθυρίζω
λόγια σε γλώσσα δωρεάν χωρίς εφέ
άδεια φλιτζάνια του καφέ και αποτσίγαρα

Μ’ άφθαρτους φθόγγους, σύμφωνα
που φιλούν, φωνήεντα
μακρά να διαρκούν, ρέοντα ρήματα
παθητικά, επίθετα αισθαντικά
προθέσεις αφοσίωσης, συνδέσμους
τελικούς, επιφωνήματα ααχ…
Μ´ όλα του λόγου μου τα μέλη να σ´ αγγίξω
με οίστρο και πνοή να σε δονήσω, από
τις νόρμες να σε ξεκολλήσω
να ζήσουμε επιτέλους ένα πάθος σ’ ένα
κοινό πεδίο αναφοράς
σε μια νεωτερικότητα απαρχής
κι από νεκρός γραφιάς να ξαναγίνω ο κατά
κόσμο ποιητής, κι εσύ
η Μαργαρίτα, η Λάουρα, η Ελένη…

Το λυκόφως αιωρείται ξέπνοο
Όλα είναι μέσα στο χαζό παιχνίδι τελικά
κι από τις λέξεις μόνο η σκόνη πάνω
στο τραπέζι  για να γράφεις με το δάχτυλο
Ασφαλώς και υπάρχουν άλλες πόλεις
δεν καταφέρνω όμως να συγκεντρωθώ
παρά μόνο σ´ αυτόν τον κύβο ζάχαρης που
λαμπυρίζει τώρα στο ηλεκτρικό φως

Μάρω Παπαδημητρίου

Το πουλί ποίημα

Έρχονται πάλι στ’ όνειρο τοπία
Του προγονικού πλανήτη
Πυκνοκατοικημένα απ’ τον πληθυσμό των αοράτων
 
Σύννεφα σε αντίθετη περιστροφή του θόλου,
Σε ταχύτητες φωτός κυνηγημένα,
Στρόβιλο έντρομων πουλιών σηκώνουν
Μνήμες
Από το φτερωτό μου γένος 
Του ανθρώπου
 
Ωδικό του κατώτερου αιθέρα,
Άρπυια, ερινύα, γρύπας, φοίνικας δικέφαλος,
Αδέξιο στρουθίο,
Με ψιχίο του άπειρου στο ράμφος
Έξω και μέσα
Ορνιθοσκαλίσματα
Ξύνω
Λοξά στο κέλυφος
Χτυπώ
Χτυπώ
 
Να σπάσει
Το αυγό μου
Με το θνησιγενή του λόγου νεοσσό
 
 Παυλίνα Παμπούδη
 

Είναι και ο εαυτός

Κάθε πρωί τη στήνει σιωπηλά
και με κοιτά απ’ τον καθρέφτη
δειλά τον πιάνω κάτω απ’ το νερό
 
Πυρωμένο μυρίζει το δέρμα του στον ήλιο
τον σκεπάζω, τον φροντίζω
φαντάζομαι τα χρόνια μου μαζί του
μόνο μ’ αυτόν – το πιο τρομακτικό
 
Τον φοβάμαι, τον παρηγορώ
μα σίγουρα εντέλει
παρ’ όλη την συν-πάθεια
τον μισώ
και πάντα το πιο δύσκολο
της γοητείας του να διαφεύγω

Θέλει μεγάλη προσοχή
μην ταυτιστώ μαζί του

Ηρώ Νικοπούλου

ΠΑΓΕΤΩΝΟΛΟΓΟΣ

Εδώ πρατηρούμε τη μεγαλύτερη κρηπίδα πάγου
Ξαφνικά, κόπηκε στα δύο.

Εδώ, Θλιβερό απομεινάρι παγετώνα της Παταγονίας.


Έχω την υποψία ότι υπάρχω.


Πυκνότατα χΘες
Κατάφωτα προχΘες
Έντρομα μεΘαύριο
ΚαΘένας, εκπροσωπεί μία
ψευδαίσθηση τουλάχιστον.


Τώρα, μένει να αποδειχΘεί,
η λύσσα
του τραυματία τραυματιοφορέα,
αν φτάσει
πριν από τον Θάνατο.


Ματίνα Μόσχοβη

24 -11-2007

Γκρίζο

1 Ο χειμώνας υψώνεται
Μια ξεχασμένη σοβαρότητα
φέρνει μαζί του
Το κάθε γκρίζο κύμα
Το κάθε γκρίζο σύννεφο
2
Γκρίζα μέρα
Φτιαγμένη απ' όλα τ' αναπάντητα ερωτήματα
Προβάλλει απέναντι
Απ' τη θαμπή
             σβυσμένη μ' ομίχλη
                σβυσμένη απ' το χρόνο,
             Ιωνία.
Γκρίζος βράχος πλησιάζει επικίνδυνα

Ολυμπία Καράγιωργα

Τα Πουλιά Αγαπούν τα Ερείπια


Τα πουλιά αγαπούν τα ερείπια
Βρίσκουν χώρο για τη φωλιά τους
Βρίσκουν χώρο για τα φτερά τους
Όταν
         απλώνονται
                         κι’ ορμούν
να διώξουν τους εφιάλτες
Απ’ τ’ όνειρα των τρυφερών ανθρώπων.      

Ολυμπία Καράγιωργα

ΤΟ ΒΑΖΟ

κι ακόμα δεν κατάλαβα
πώς έτρεμαν τα χέρια
σαν να κρατούσαν βάζο

Ι.
Να μιλήσω για σένα
τα όχι σου
που έκοψα και μοίρασα
-εις υγείαν των φύλων!-
τους φόβους σου
που νόμισα δικούς μου
κι έμενα

να μιλήσω γι αυτά που δεν είπα
-ήταν βαριά-
απόψε πόσο ανάλαφρα μοιάζουν
μακρινά- βήματα ξυλοπόδαρου
που χάθηκαν στην πλατεία

για την επιλογή που έγινε ανάγκη
κι έπειτα πάλι επιλογή
και διπλώθηκε
κι αναδιπλώθηκε
κι έγινε μικρή, να κρυφτεί
να χωρέσει στα βλέμματα
-ήταν, βλέπεις, άμαθα τα χέρια
να την πιάσουν, δε γινόταν
κι αφέθηκαν σ' αγγίγματα εύκολα-

να μιλήσω για τον τρόμο
πως ό,τι μεγάλο ξοδεύτηκε
σε μαθήματα φυγής
το πείσμα, την άρνηση της υποταγής
μπροστά στον καθρέφτη που θαμπώνει
την ανάσα που απαιτεί- να μιλήσω για μένα
που δίνω, μ'αρνούμαι να πάρω
να δοθώ- τόσο εύκολα φεύγουνε, λοιπόν;!

θα μιλήσω για μας
που αλλού κυνηγάμε
κι απ'αλλού επιστρέφουμε
θύματα

ΙΙ.
σε σένα μιλώ
που εκτός τόπου και χρόνου
φεύγεις, πατρική συμβουλή
την ώρα της ανάγκης
εγώ που ιδέα δεν είχα
από πλάγιους λόγους
θεατρικούς μονολόγους
παντογνώστες αναγνώστες
της λειψής μου αφήγησης
in medias res είδα τη σκηνή ν'αδειάζει
κι έμεινα
στα καμαρίνια αλλάζουμε, νόμιζα
θεατές ηθοποιοί
είμαστε σκηνοθέτες

σε σένα μιλώ
το γέλιο σου
μπήγονταν απρόσμενα
στο δέρμα της συνήθειας
νύχι βαμμένο κόκκινο
πότε αδιάφορο λευκό
σε σένα μιλώ -κάνε πως θυμάσαι
ίσως το κάνω κι εγώ-

σε σένα που δε θα'θελα
κανένας να πληγώσει- μόνο εγώ
που μ' όλα τα γιατί
ξέμαθα το πότε
που δεν ανέχομαι
το πουκάμισό σου να περνά
αν δεν είσαι μέσα- σε σένα μιλώ

μιλώ για τις στιγμές
που έφευγαν πριν έρθω
το λαχάνιασμα, τη φλέβα στο λαιμό
τα γόνατα που λύνονταν
το ρολόι που έτρεχε
τη μπαταρία που κρατώ στα χέρια
τη ζωή μου- για σένα μιλώ

τ' αυτοκίνητο
που ασήμιζε στον ήλιο
τους λεκέδες στα μάτια
όταν έφτανες

ΙΙΙ.

κι υπάρχουν στιγμές
που φυτρώνουν στα χέρια μου
τρίχες των δικών σου χεριών
χρυσαφένιες όπως τα μάτια σου
τον πρώτο Ιούλιο που γύριζε το βλέμμα
γεμάτο εσύ
κι έσταζε
κι από τότε σκορπίζει
σε δρόμους που ακόμα δεν έφτασες
ήλιο να βρει, να στερέψει


Φινάλε κι Ιντερμέδιο
(ανάμεσα στο βάζο και τα θραύσματα)

κάθισε λίγο!, είπε, δεν είναι όλα
κόκκινα- η θάλασσα
το πάτωμα στα πόδια
κι έπειτα, το φτυάρι- ψάξε
στο συρτάρι
καφέ ν' αφήσεις τις στιγμές
όλα ανοίγουν και κλείνουν
σα δωμάτιο, βλέπεις;

ψάξε την πρώτη φορά

η γυναίκα
πήρε απ'την πόρτα το φλυτζάνι της
κι έφυγε

Κάλφα Βάγια

Ντυμένος στα καλά του μαύρα

Ο πνιγμένος δεν βιάζεται-φτάνει αργά αργά στην παραλία.
Σταματάνε οι αγωνιώδεις έρευνες
η ευτυχία της πρόσκαιρης παρουσίας του νεκρού
αφήνει στην άκρη τις πίκρες της ζωής του, τώρα
παίζει μονότερμα στο δικό του γήπεδο.

Όσοι σπεύδουν στα χρωστούμενα παρακινούνται
-κι αυτό κρυφά κι ανομολόγητα-από συνήθεια
γιατί στα φανερά συντρέχουν τους εξ αίματος
εκφράζοντας, με λόγια μόνο, τη θερμή τους κατανόηση.

Την τέχνη που του στάθηκε ασπάζεται ο πνιγμένος
Ταξιδεύει αμέτοχος, μακράν πια, πλήρως ανεπαρκής,
ντυμένος τα καλά του μαύρα τα θολερά παντρεύεται
τις θύελλες και τ' άστρα-κι απλώνοντας φτερά
ανεμίζει
σημαίες που ξεδίπλωνε αθόρυβα στα μάτια του.

Φεύγει
με λεία κρυφή της θείας ειμαρμένης του το φως
κι όσοι μπορούν ακούνε τις βαθειές του αναπνοές
ακούνε σιωπηλοί το ακατάληπτο, το τρυφερό τραγούδι.

Θανάσης Βενέτης

Αύγουστος 2005

ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Το φεγγάρι, το φεγγάρι
τόσο προσκολλημένο ήταν στο στήθος μου
στην κοιλιά, γι’αυτό δεν το κοιτάζω πια
το αποφεύγω, όπως και τον καθρέφτη.
Το φεγγάρι βγάζει τώρα
ένα χλωμό, υποτονικό φως
που μονότονα λούζει και θυμίζει
άλλες στιγμές όταν νύχτα με τη νύχτα
μεγάλωνε το δρεπάνι
μαζί με τον πόθο
μαζί με την ιδέα της πληρότητας.
Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε
και συ στα βότσαλα υγρή
θαρρούσες πως είχες συλλάβει
το νόημα της δημιουργίας.
Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική
όπου κανένας ήλιος κοφτερός
δε θα διέκοπτε το ποίημα
αφού του φεγγαριού το φως
φως ασημένιο
πιο ερωτικά σε άγγιζε
απ’το χρυσό της μέρας.
Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,
πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα
για πάντα…Αλλά,
Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι

Αθήνα, 10/3/08

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

WORK IN PROGRESS ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ (ΥΠΑΡΞΙΑΚΕΣ;) ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Και η φαντασία προσχεδιάζει

το σχήμα άγνωστων πραγμάτων.

W. Shakespeare


Απ’ έξω στίχους δεν ξέρω

δεν θυμάμαι

ήχους δεν προσέχω

ή δεν φτάνουν ως εμένα∙

μόνο με απόηχους κοιμάμαι

μόνο με απόηχους

το παρελθόν μου φαντάζομαι

κι αναπλάθω.

----

Όταν λες: «τι κρίμα που δεν πιστεύω στο Θεό» είναι σα να λες: «τι κρίμα που δεν γεννήθηκα ωραία!»

----

Γνώρισα τη γνησιότητα της θλίψης και ξέχασα την πλασματική χαρά.

----

Η πτώση του γέλιου: έπεσε το γέλιο κι έγινε χαμόγελο.

Η εξαφάνιση του είναι: χάθηκε το είναι και βρέθηκε κλεισμένο στη φυλακή της υγείας.

----

Ποτέ μου δεν είχα δύο εραστές μαζί. Τώρα ναι. Τον έρωτα που κατοικεί στην κρεβατοκάμαρα της μνήμης και τον θάνατο που περιμένει στην αίθουσα αναμονής.

----

Φθείρομαι, φθείρομαι, όχι οργανικά, όχι διανοητικά, μόνο υπαρξιακά. Δεν μπορώ πια να φανταστώ την ύπαρξή μου, γι’ αυτό θέλω, λαχταρώ να φανταστώ την ύπαρξη των άλλων κι όλο κοιτάω, κρυφοκοιτάω τα σώματα τα ζωντανά, φαντάζομαι την αλήθεια κάτω απ’ τα ρούχα.

----

Ο φόβος και η γυναίκα του η ηλικιωμένη μοναξιά είναι καρπεροί: γέννησαν μια γλυκιά νοσταλγία για τη μοναξιά της νιότης.

----

Όσο λιγότερες επιλογές έχεις, τόσο πιο επιλεκτικός γίνεσαι.

----

Εφεύρε η πανέξυπνη ψυχή –ή φύση; – το δάκρυ για να δροσίζεται ο πόνος και να καρποφορεί ο νους στην υγρασία, να απορεί όντας όλο και πιο κοντά στην ουσία: Γιατί όλο αυτό όσο προχωράει να πλησιάζει, όλο να πλησιάζει το τίποτα;


Αθήνα, 19/1/09
Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ

Η θέα απ' το ξενοδοχείο

Είναι καλύτερα να τα βλέπεις στις ταινίες,

όταν νυχτώνει

να σκεπάζεις την άκρη της πόλης

με φαντασία,

για τα σκουπίδια

και τους αγνώστους που περνάνε.


Είναι καλύτερα να τα βλέπεις στις ταινίες

πώς έμειναν μόνοι τελικά

οι ευφυείς,

ανυπεράσπιστοι για πάντα

εγκλωβισμένοι στο όνειρό τους.


ΜΑΡΙΓΩ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

Επιτύμβιος οίστρος

Κάθε πότε ν’ αλλάζουν άραγες οι θεοί
μπαταρίες στο φεγγαράκι;
Δεν υπολήπτομαι καμιά ερώτηση κι όμως
ας παίζουμε γοερά τους ενδιαφερόμενους.
Οι αριθμοί δεν είναι μάρτυρες όχι!-
μάλιστα θα ’λεγα πως κρύβουν ένα φλάουτο

Νίκος Καρούζος

Μετά το δείπνο

Ξαφνική νυχτερίδα κι ολούθενες
υπερπληθώρα σελήνης.
Μα η αλήθεια είν’ η έσχατη μεταμόρφωση
πλάνης
-φρενοπληξία.
Λες είμαι άρρωστος αλλ’ αυτό δεν υπόκειται
στην ιατρική. μπορώ να ξεπεθαίνω.
Κι’ αναστοχάζομαι κάθοντας ήρεμα
στην μόνη μου καρέκλα.
Διευθυντής του μηδενός έχω δικούς μου χειρισμούς
θρησκείας.
υφίσταμαι τη ζωή ωσάν περιφραστικός γαλαξίας
όσιος του κακού και μάρτυρας του πόνου.
Χάρμα η ξιπολιά σε καλοκαίρια ρωμαίικα!

Νίκος Καρούζος

Με το ταξί καλπάζοντας

Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα
σαν άμαξα δαιμονισμένη.
Μαστίγωσε τους μαύρους σου άμαξα
ρίξε στην Πανεπιστημίου τ’ άλογα σου
με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας
τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων
καθώς μεθάω μέσα στη νύχτα τόσων φώτων
που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων.
Βίτσισε λέω και στρίψε την Ομόνοια
ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα
εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει
μια βουή που κάθεται στα κόκαλά μου ομίχλη .
χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο
κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα.
Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου
με τον καπνό μου σαν Ζορό να με τυλίγει
να με προδίνει μόλις φτάνει μπρος στο τζάμι
κι ο αγέρας τον αρπάζει από την μπέρτα.
Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά
εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου
για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
για να μου πουν
χωρίς να νιώσεις
Καληνύχτα.

Γιάννης Βαρβέρης

Πιάνο Βυθού

Αυτές οι νότες
που σας στέλνω
με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα
μα κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ’ τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δύο
ως κάτω στο βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι´ εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.

Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες
σαν ντο και σόλ και μί
μη φανταστείτε μουσική .
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει.

Γι´ αυτό να μην ανησυχείτε.
Το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ’ εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.

Γιάννης Βαρβέρης

Το σώμα σου κι' εγώ

Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δεν φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
αναμεσα σ' εμένα
και στο σώμα σου.

Γιάννης Βαρβέρης

Saturday 12 September 2009

Σχήμα της απουσίας I

Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε
σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε
τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό
μονάχα.

Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο ―

Kαι, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

Χτισμένα σημεία

Είπαμε να μην τσακίζουμε, να μην ισοπεδώνουμε τα παράθυρα.
Κανένα παράθυρον όσο σκληρό κι αν έχει φως, το φως γνωρίζει να γιατρεύει.
Γυρεύαμε τα παράθυρα, δε μας αρκούσαν τα παράθυρα,
γιατί θέλαμε πολύ φως για να διαλύουμε το κάθε μας σκοτάδι.
Γι' αυτό ψάχναμε για παράθυρα σα να 'μασταν διαρκώς χτισμένοι.
Παντού ψηλαφούσαμε για φως, θέλαμε τα παράθυρα, προσπαθούσαμε
να ελευθερώνουμε όλα τα χτισμένα τους σημεία, σχηματίζαμε ρωγμές
κι ανοίγματα, να πετύχουμε ένα τέλειο παράθυρο
όπου το φως συνέχεια κι άφθονο να φτυαρίζεται μέσα του
απέναντι στο απέραντο το Σύμπαν.

Ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ερώτησα
κάποτες γιατί
τάχατες
η τραγική
και σεμνή παρθένα
που λέγονταν Πουλχερία
την παραμονή τού
γάμου της
σφουγγάρισε προσεκτικά όλο
το σπίτι
και την επομένη
απέθανε;
μια
που καθάρισε και νοικοκύρεψε
τα πάντα
γιατί δε χάρηκε
κι αυτή
τις μακρυές λευκές νταντέλλες
τους λευκούς πολύπλοκους φαρμπαλάδες
και τα πολύχρωμα
μεγάλα
φτερά
του γάμου;
γιατί
εναπόθεσε έτσι σιωπηλα
χάμω στα
σανίδια
τη μεγάλη κίτρινη πεταλούδα
και τα χάρτινα λουλούδια
που ήτανε μέσα
στο κεφάλι της;
το μπαλσαμωμένο
πουλί
που ήτανε μέσα στο κλουβί
του θώρακά της;
γιατί;
διότι
- είπε ίσως ο πατέρας μου -
διότι
πρέπει να έχη
ο στρατιώτης το τσιγάρο του
το μικρό παιδί
την κούνια του
κι ο ποιητής
τα μανιτάρια του
διότι πρέπει
να έχη
ο στραδιώτης την
πλεκτάνη του
το μικρό παιδί
τον τάφο του
ο ποιητής τη
ροκάνα
του
διότι πρέπει
να έχη
ο στραθιώτης
το σκεπάρνι του
το μικρό παιδί το
βλέμμα του
ο ποιητής
το
ροκάνι του

Κακοί έμποροι

Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
ήταν το ύφασμα που δεν τ' αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ' την ούγια
η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ:
η αμαρτία μας.

Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
-πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα-.
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας.
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!

Γιατί βαθιά μου δόξασα

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...
Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πως,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσα ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

Γιατί δεν είπα "εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει..."
μα "αν ειν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός..."
να που, ο,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γένηκε αδελφός!...

ΠΡΕΒΕΖΑ

θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Η Αγάπη

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.