Sunday 28 March 2010

Γιώργος Σεφέρης

Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό όνομα του Γεωργίου Σεφεριάδη) γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη, στη μικρασιατική, ελληνική πέρα ως πέρα μεγαλούπολη. Οι Σεφεριάδηδες έφυγαν το 1914 για την Αθήνα, όπου ο ποιητής τελείωσε το γυμνάσιο και εξακολούθησε τις νομικές του σπουδές στο Παρίσι (1918-24).


Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ
Ανάμεσα στα κόκαλα
μια μουσική:
περνάει την άμμο,
περνάει τη θάλασσα.
Ανάμεσα στα κόκαλα
ήχος φλογέρας
ήχος τυμπάνου απόμακρος
κι ένα ψιλό κουδούνισμα,
περνάει τους κάμπους τους στεγνούς
περνάει τη θάλασσα με τα δελφίνια.
Ψηλά βουνά, δε μας ακούτε!
Βοήθεια! Βοήθεια!
Ψηλά βουνά θα λιώσουμε, νεκροί με τους νεκρούς!

Κάιρο, Αύγουστος '43

Sunday 21 March 2010

Στ΄ αστεία παίζαμε...

Στ΄αστεία παίζαμε.

Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιου σας δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.

Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά από το φως της ημέρας -
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε· χάναμε ολοένα
Πως θα φύγουμε τώρα; που θα πάμε; ποιός θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!

Tuesday 16 March 2010

Ερείπια

Το κλειστό βιβλίο
Το λυπημένο βιολί
Ο ραγισμένος άγγελος που αγρυπνεί

Πού είστε παιδικά μου χέρια
Με λησμονήσατε
Μα δεν μπορώ
Δεν έχω πια τα μάτια μου να κλάψω

Η βροχή αποκλείστηκε στον κήπο
Απ' τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται
Καρδιές
Μικρά φώτα
Ο ήχος μιας καμπάνας
Η προσευχή

Ακόμα καπνίζουν
Των ημερών τα ερείπια

Από τη συλλογή Φύλλα ύπνου (1949)

Tuesday 9 March 2010

Απ' τες εννιά

Δωδεκα και μιση. Γρηγορα περασεν η ωρα
απ'τες εννια που αναψα την λαμπα,
και καθισα εδω. Καθομουν χωρις να διαβαζω,
και χωρις να μιλω. Με ποιονα να μιλησω
καταμονος μεσα στο σπιτι αυτο.

Το ειδωλον του νεου σωματος μου,
απ'τες εννια που αναψα την λαμπα,
ηλθε και με ηυρε και με θυμισε
κλειστες καμαρες αρωματισμενες,
και περασμενην ηδονη-τι τολμηρη ηδονη!
Κ'επισης μ'εφερε στα ματια εμπρος,
δρομους που τωρα εγιναν αγνωριστοι,
κεντρα γεματα κινησι που τελεψαν,
και θεατρα και καφενεια που ησαν μια φορα.

Το ειδωλον του νεου σωματος μου
ηλθε και μ'εφερε και τα λυπητερα.
Πενθη της οικογενειας, χωρισμοι,
αισθηματα δικων μου, αισθηματα
των πεθαμενων τοσο λιγο εκτιμηθεντα.

Δωδεκα και μιση. Πως περασεν η ωρα.
Δωδεκα και μιση. Πως περασαν τα χρονια.

Η πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.

Sunday 7 March 2010

Ο σταθμός

Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ' ονειρό μου
είναι ενα σκοτεινό τοπείο
και περιμένω ένα τραίνο.
Ο σταθμάρχης μαζεύει μαραγαρίτες
που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες
γιατί έχει πολύν καιρό νάρθη
τραίνο σ' ετούτον το σταθμό
και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια
κάθομαι πίσω απ' ένα τζάμι
μάκρυναν τα μαλλιά, τα γένεια σά νάμαι άρρωστος πολύ
κι όμως με παίρνει πάλι ο ύπνος
σιγά-σιγά έρχεται εκείνη
κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι
με προσοχή με πλησιάζει
το μπήγει στο δεξί μου μάτι!

Όταν

Όταν κλείνω τα μάτια
ξεκινάει από μακριά
η αγαπημένη έρχεται
και με κοιτάζει

όταν σβήνω το φως
έρχεται ο θάνατος και
μου φιλά τα χέρια.

Tuesday 2 March 2010

Αν

Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.
Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.