Sunday 23 May 2010

Βύρων Λεοντάρης

Ο Βύρων Λεοντάρης  γεννήθηκε στη Νιγρίτα της Μακεδονίας το 1932. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν, και το 1939 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε επίσης κριτικά δοκίμια.
Κατ΄ εξοχήν ποιητής στοχαστικός αλλά και βαθύτατα «ηθικός», με ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις, δεν έπαψε να αναζητεί το νόημα της ποίησης σε έναν κόσμο διαψεύσεων και ματαιώσεων, όπου τα πάντα εκπίπτουν και χρεοκοπούν διαρκώς, συμπεριλαμβανομένης της ιδεολογίας αλλά και αυτής της ίδιας της γλώσσας. Όπως ο ίδιος γράφει, είναι ο «ποιητής μιας ποίησης που δεν μπορεί να υπάρξει», αυτός «που πεθαίνει μέσα στα μαύρα σύμφωνα»· μόνη παρηγοριά του ποιητή να μετρά την ακυρωμένη του ύπαρξη με λέξεις, λέξεις που, με ενσυνείδητο πλέον αυτοσαρκασμό, αναγγέλλουν την επερχόμενη, αναπόδραστη σιωπή.

[Από τη συλλογή Γενική αίσθηση (1954)]
Στάζει το σπίτι μας

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει.
Σπάνε στο μέτωπό σου οι στάλες και σημαίνουν
το εγερτήριο των λυγμών.
Και να! φουσκώνουνε τα βλέφαρά σου
- φλόκοι τού ονείρου που χτυπούν
στον άνεμο της λύπης - Ξεχειλίσαν
τα μάτια σου - και πού είναι; -
πλημμύρισε το πρόσωπό σου - και πού είναι
τα μάτια σου, πού είναι το πρόσωπό σου;

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου, και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μα εκεί μέσα θα χυθώ,
στα βάθη της μια πολιτεία φωνάζει τ' όνομά σου,
πηδάνε τα γαλάζια φώτα της, χορεύουν
στα σταυροδρόμια οι ελπίδες των μαλλιών σου.
Εκεί σε καρτερεί ένα σπίτι από ελαφρόπετρα,
χτυπούν την πόρτα - μπαίνεις,
στο μέτωπό σου λάμπει
το χαμόγελο της βροχής,
μυρίζουν τα βρεμένα ρούχα σου νύχτα κι αγάπη...

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου.
Πόσες φορές δεν πέρασα συρματοπλέγματα κι αγκάθια
για να 'ρθω αυτού να δω για λίγο
πόσο γλυκά χτυπά η καρδιά μου μες στα μάτια σου,
για να 'βρω το νερόκρινο το στόμα σου,
επάνω σου σκυμμένος να γυρεύω
τους παιδικούς σεισμούς σου να τρυγήσω...

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μια λίμνη φιλώ, μια θάλασσα αγκαλιάζω,
αιώνες θα μπορούσα αυτού να ναυαγώ
μα αυτός ο ωκεανός τού πόνου μού γλιστρά απ' τα χέρια,
υψώνει το λαιμό του ο τυφώνας και ψηλά
το πρόσωπο της θύελλας αστράφτει!

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει και χτυπούν
στο μέτωπο οι σταγόνες και χτυπούν
μια λίμνη που φιλώ, μια θάλασσα που αγκαλιάζω.
- Πού είσαι; πού είμαι; πού είναι το σπίτι μας;

- Δεν έχουμε σπίτι εμείς,
ποτέ δεν είχαμε σπίτι, ποτέ μια νύχτα αδιάβροχη στον πόνο.
Να 'σαι σίγουρη μονάχα
γι' αυτό που μπορούν να σκεπάσουν οι πλάτες μου
κι αγάπα αχόρταγα
τα μάτια, το στόμα και την τιμή μου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976) [2006]

Saturday 15 May 2010

Εν Τω Μηνί Αθύρ

Μελαγχολία και πένθος στο  σπουδαιότερο ίσως  ποίημα του Κ. Καβάφη. Με δυσκολία διαβάζει σε μία ταφόπετρα τα ξεθωριασμένα από τα χρόνια γράμματα,  επιτύμβιο για το Λεύκιο που πέθανε νέος, στα οποία ο ποιητής (αναγνώστης και αυτός), με αβέβαια μνήμη, συμπληρώνει τα κενά με τα γράμματα μέσα στις αγκύλες. Ο  Αθύρ είναι μήνας πένθους για τους αρχαίους Αιγυπτίους και παραπέμπει στη Θεά Αθώρ του έρωτα και του θανάτου.  Ο Λεύκιος  ήταν ένας Κόπτης Χριστιανός μέλος της εκκλησίας της Αιγύπτου. Εδώ μπλέκονται ο χριστιανισμός με τον παγανισμό των αρχαίων Ελλήνων και Αιγυπτίων. Πρόκειται για τριπλή ανάγνωση, η πρώτη της ξεθωριασμένης ταφόπετρας, η δεύτερη του ποιητή που συμπληρώνει τα κενά και η τρίτη του αναγνώστη του ποιήματος που διαβάζει το ολοκληρωμένο κείμενο. Ψυχή και πέτρα μαζί, χωρίς να αντιδιαστελλονται. Αποδεικνύεται δε η θαυμαστή αναγνωστική λειτουργικότητα που έχουν τα σημεία στίξης. Η δομή του ποιήματος είναι όπως δημοσιεύεται με  κενά ανάμεσα σε κάθε πρόταση.

Με δυσκολία διαβάζω             στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».             Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Αθύρ»             «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας             «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει             που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω             «Αυτό[ν]... Αλεξανδρέα
Μετά έχει τρείς γραμμές             πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω -             σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα»,             και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος             μεγάλως θ' αγαπήθη.
Εν τω μηνί Αθύρ                      ο Λεύκιος εκοιμήθη.

Saturday 8 May 2010

Είναι των ουρλιαχτών εποχή, η εποχή μας!

Μέσα στο θλιβερό κλίμα των ημερών, των αντιλαϊκών 
μέτρων και του θανάτου των ανθρώπων δεν βρήκα 
κουράγιο να κάνω ανάρτηση. Σήμερα αναρτώ δυο 
(κατ΄εξαίρεση όχι Ελληνικά ποιήματα) του Μπέρτολ 
Μπρεχτ σαν φόρο ψυχής στις μέρες μας.

 Aν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
(Wenn Das bleibt, was ist)
Aν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
είσαστε χαμένοι.
Φίλος σας είναι η αλλαγή
η αντίφαση είναι σύμμαχός σας.
Aπό το Tίποτα
Πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί
πρέπει να γινούνε τίποτα.
Aυτό που έχετε, απαρνηθείτε το και πάρτε
αυτό που σας αρνιούνται.
(1936)


Σε σκοτεινούς καιρούς
(In finsteren Zeiten)

Δε θα λένε: Tον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της
ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Tον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.

Δε θα λένε: Tον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά 

στου  ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: Tον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.

Δε θα λένε: Tον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Tον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν
ενάντια στους εργάτες.

Mα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;
(1937)