Πάντα οι καιροί ήταν δύσκολοι ή πιο δύσκολοι, ποτέ δεν ήταν εύκολη η ζωή και η τέχνη. Πάντα υπήρχαν αυτοί που καλούσαν τους καλλιτέχνες και δη τους ποιητές να σωπάσουν, εν ονόματι της τραγικότητας των περιστάσεων της εποχής. Και πάντοτε οι ποιητές μιλούσαν κυρίως με την γλώσσα της σιωπής ή της απουσίας.
Μετά την σύσταση του Ελληνικού κράτους οι ποιητές δημιούργησαν μέσα στο ελλαδικό φως, που ερχόταν μέσα από τους αιώνες. Ήταν οι ποιητές της Ελλάδος, του ήλιου και της θάλασσας, ποιητές που τίμησαν και πόνεσαν και δούλεψαν την γλώσσα, ακουμπώντας με το κεφάλι τρυφερά πάνω στον Αριστοτέλη, στον Πλάτωνα, στους Ευρωπαίους διανοητές και σε άλλους. Καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι της ποιητικής δημιουργίας οι νεώτεροι ποιητές μελετούν τους παλιότερους, διαβάζουν, εμπνέονται, τιμούν, κάποτε με λιγότερο ή περισσότερο φορτίο, με ενθουσιασμό, άλλοτε αυστηρά και κάποτε με συμπάθεια ή δισταγμό. Οι καθαροί υπερρεαλιστές από την άλλη μεριά δεν βρήκαν πολύ γόνιμο έδαφος, αλλά κρίθηκαν αυστηρά και με προκατάληψη.
Μετά τον Β! Παγκόσμιο πόλεμο, γέμισε η Ελλάδα με τους ποιητές της Ήττας. Πιο πολιτικοί, πιο εσωστρεφείς, πιο άμεσοι, πιο απελπισμένοι. Γεμάτοι πίκρα για όσα η ψυχή τους υποσχέθηκε και δεν έγιναν, για τα κομμάτια των σημαιών και των συνθημάτων που γέμισαν τον ορίζοντα της απελπισίας. Άλλοι πιο κοντά στην αμεσότητα εικόνων και συναισθημάτων με πιο πρόσφορη γραφή και άλλοι σχεδόν υπερρεαλιστές ξεκομμένοι κλειστοί, πρέπει να έχεις το μυστικό κλειδί της ποίησης αυτής για να δρέψεις τους καρπούς της. Οι ποιητές της περιόδου αυτής έχουν αρκετά ξεκόψει με τους αρχαίους τους οποίους ωστόσο αναγνωρίζουν μέσα στις προηγούμενες γενιές ποιητών. Κι ύστερα οι επόμενοι γνωστοί ή άγνωστοι, μοναχικοί, πικραμένοι, η δεύτερη μεταπολεμική γενιά.
Δεν ανακαλύπτουν τώρα οι ποιητές την απάτη της ζωής. Η ζωή σαν προθάλαμος προετοιμασίας για τον υλικό αφανισμό μας γελά κατάμουτρα. Πρέπει να τιθασεύσουμε με την γλώσσα αυτή την έξοδο που μας ετοιμάζει για το τέλος? Να δώσουμε διέξοδο και να νοηματοδοτήσουμε το τίποτα.
Όσο όμως περνάει ο καιρός προς το σήμερα, χάνεται η συλλογική συνείδηση, η γλωσσική ταυτότητα, η σχέση με τον ελληνικό και ευρωπαϊκό πολιτισμό, ή αγάπη για την παράδοση. Πολλοί ποιητές. Άνθρωποι που δεν εκφράζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ζητούν μια προσωπική παράσταση, κατάθεση και επιβεβαίωση. Οι ποιητές κάνουν κι΄ άλλη στροφή προς τα μέσα. Δεν κυριαρχεί η επεξεργασία των ασυνείδητων εικόνων μέσα από τα φίλτρα της γλώσσας, της παράδοσης και του πολιτισμού. Ποίηση χωρίς μνήμη.
Στην σημερινή κυνική εποχή μας χάνεται η ιδιαιτερότητα του Ελλαδικού και διηθείται στο απρόσωπο παγκόσμιο. Οι νέοι ποιητές σήμερα ακουμπούν τις λέξεις στο λευκό χαρτί γιατί τους τρομάζει το λευκό σαν τίποτα, σαν άγραφος χρόνος αλλά δεν μένουν μετέωροι πριν από το ελληνικό φως και την ελληνικότητα, πριν από την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση. Καμιά φορά φοβάμαι πως αυτό γίνεται με μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα, σαν η ανέλπιδη προσπάθεια να υπάρξουμε με οποιουσδήποτε όρους. Και σήμερα πολλοί ποιητές παράγουν συναισθήματα σαν ανεπεξέργαστα διαμάντια. Πριν από την επεξεργασία των στίχων όμως, πριν την διήθησή τους μέσα από την μνήμη και το χθες, αποτιμώνται λιγότερο.
Κώστας Παπαποστόλου
Thursday, 7 January 2010
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Φίλε Κώστα καλημέρα. Με ερέθισαν οι σκέψεις σου για να πω την αλήθεια καθώς είμαι κι εγώ ένας από κείνους που βρίσκονται αυτοθέλητα στην περιπέτεια της γραφής από τα εφηβικά μου χρόνια. Δεν θα πω τη μεγαλοστομία πως είμαι 'ποιητής' καθώς τούτο εγκεντρίζει την τοποθέτηση και παραπέμπει σε... λατρείες του εγώ που άλλωστε, καμία σημασία δεν έχουν. Το ποιος είναι αληθινός ποιητής ή όχι ας μην το αναζητούμε μονάχα στις σελίδες και στα χαρτιά 'που μασουλάμε σαν κατσίκες' καθώς θα έλεγε και ο μέγας Νίκος Καζαντζάκης αλλά στην δράση, στην αληθινή δράση που μεταρσιώνει τη σκέψη σε έργο και το έργο σε χρόνο. Δεν μπορούσα ποτέ, ξέρεις, να δω 'φιλολογικά' την ποίηση και γι αυτό την αντιπάθησα και στο σχολείο. Ποιητές που σήμερα λατρεύω, τότε τους αρνήθηκα ακριβώς γιατί αναδεικνυόταν πάντα το σχολαστικό και φιλολογικό στοιχείο που με έκανε να βαριέμαι αφόρητα. Ανθρωπος μάλλον θετικός όπως κι εσύ, ήθελα την ποίηση να με σφυροκοπάει, να με... σκοτώνει και όχι να με ζαλίζει με μεταφορές και απαρέμφατα. Πολύς κόσμος που γνωρίζω δεν διαβάζει ποίηση επειδή έχει τραύματα από τα σχολικά χρόνια. Μονάχα οι λίγοι τυχεροί που είχαν δασκάλους αληθινούς δεν πήραν άλλο δρόμο. Τώρα, άλλη ήταν η 'κεντρική ιδέα' της δικής σου ανάλυσης και αλλού σε πήγα εγώ, αλλά αυτό μου συμβαίνει συχνά. Από Πειραιά ξεκινάω και... στο Τιμπουκτού καταλήγω. Ξανάρχομαι όμως, ευτυχώς, δεν χάνομαι...
ReplyDeleteωραίο είναι και να χάνεσαι που και που βέβαια...
... θα συμφωνήσω με την απουσία της 'μεγάλης ποίησης' που υπονοείς από τα λεγόμενά σου και την... καταγωγή στο εγώ... μα, υπάρχει πια και το περιοδικό ΕΓΩ... θα μπορούσε κάποτε να διανοηθεί κανείς την έκδοση περιοδικού με τέτοιο τίτλο; ΕΓΩ;... αυτή είναι και η ποίηση σήμερα... εγώ έπαθα αυτό, για μένα έβρεχε, εγώ υπέφερα, ο ήλιος ξημέρωσε για μένα... όλα τα άλλα μάλλον ντεκόρ...
αλλά ας μην γκρινιάζω, μήπως έχω ξεφύγει κι εγώ από τον κανόνα; δεν με πειράζει ίσως τελικά, ας γράφουμε κι ας είναι το... εγωκεντρικό σύστημα που επικρατεί... τουλάχιστον γράφοντας γδέρνουμε το μυαλό μας, ψάχνουμε τη γλώσσα, σε κάποιο λιμάνι θα φτάσουμε... και ευαισθητοποιούμαστε Κώστα... λίγο είναι αυτό;
θα επανέλθω βέβαια... χαίρομαι που ανακάλυψα το ιστολόγιό σου...
Φίλε NIMERTI
ReplyDeleteΕγώ είχα την μεγάλη τύχη να έχω στο Γυμνάσιο ένα καταπληκτικό φιλόλογο που βοήθησε να αγαπήσω την ποίηση. Αυτό όμως είναι ένα μέρος της αλήθειας μια και ισχύουν όλα όσα αναφέρεις για την απώθηση που προκαλούν τα μαθήματα στο σχολείο (και ιδιαίτερα η ποίηση βέβαια). Τώρα μια και πιστεύω ότι η ποίηση γεννιέται (και έτσι πρέπει για να μην είναι ποίηση της καθημερινότητας, οπότε χρήσιμος ο συμβολισμός) μέσα από το ασυνείδητο, που αφού γίνει επεξεργασία στο συνειδητό μέσω της γλώσσας καταλήγει σε στίχο στο λευκό χαρτί, (θα έλεγα μιαν αυτόματη γραφή όχι λέξεων, γιατί με τον υπερρεαλισμό η ποίηση γίνεται απρόσβατη, αλλά συναισθημάτων) το εγώ υπάρχει πάντα. Όμως αν στο ατομικό ασυνείδητο συναντήσει κανείς το συλλογικό ασυνείδητο τότε η ποίησή του γίνεται πλατειά και μπορεί να συγκινήσει πολλούς. Ποιος όμως το αντέχει?