Friday, 18 March 2011

Εις μνήμην Οδυσσέα Ελύτη


Σαν σήμερα, το 1996 έφυγε απ'τη ζωή ο Οδυσσέας Ελύτης. Ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του "ανεβάζουμε"ένα βίντεο, στο οποίο ο μεγάλος μας ποιητής μιλά για την Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη. Ο λόγος του είναι πραγματικό βάλσαμο, δροσερό νεράκι στην φοβερή λειψυδρία της εποχής μας. Ας τον ακούσουμε.


Ὁ μικρὸς Ναυτίλος
Ὅτι μπόρεσα ν΄ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ΄ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.
Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.
μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ
[ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη] (1911-1996). Μεγάλος Έλληνας ποιητής, βραβευμένος με το βραβείο Νόμπελ (1979).
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τελευταίος από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Κατάγεται και από τους δυο γονείς του από τη Μυτιλήνη. Σε πολύ μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μεταφέρθηκε και η έδρα της επιχείρησης σαπωνοποιίας του πατέρα του. Μετά το 1920 η οικογένειά του αντιμετώπισε ορισμένες επιθέσεις για την προσήλωσή της στις βενιζελικές ιδέες. Το 1923 ταξίδεψαν στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του περνούν στην Κρήτη, στη Μυτιλήνη, στις Σπέτσες. Οι χειμώνες περνούν με αδιάκοπο διάβασμα, καθώς φοιτά πρώτα στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή και κατόπιν στο Γ΄ Γυμνάσιο. Από το περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων», όπως ο ίδιος ομολογεί (πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του «Ανοιχτά Χαρτιά», Αστερίας [1974]) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Περισσότερο όμως από την ποίηση, που η προσπέλασή της μέσα από τα σχολικά αναγνώσματα και τις διδασκαλικές αναλύσεις του φαίνεται δύσκολη και αδιάφορη, του μιλάει η Ελλάδα. Παίρνει μέρος σε ορειβατικές εκδρομές και αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στρέφεται στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση. Καμπούρογου, Κ.Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας, μάλιστα κι ένας τρίτομος «Οδηγός της Ελλάδος». Μια ασθένεια όμως τον αναγκάζει να καθηλωθεί στο κρεβάτι με αποκλειστική παρηγοριά τη μελέτη.
Η ποίηση αρχίζει να τον ενδιαφέρει όταν γνωρίζει το έργο του Καβάφη και του Κάλβου και ανανεώνει τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Την ίδια περίπου εποχή (1927) πρωτοδιάβασε ποιήματα δυο μοντέρνων Γάλλων ποιητών, του Paul Eluard και του Perre Jean Jouve, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, όπως ο ίδιος ομολογεί: «...με ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση» («Ανοιχτά Χαρτιά»). Στρέφεται στον υπερρεαλισμό, στη μαγεία της αστραφτερής, νεόκοπης, ζωντανής και παράδοξης νέας ποιητικής έμπνευσης που μεταχειρίστηκε τις λέξεις δημιουργικά για να δώσει μια καινούργια γλωσσική αντίληψη, έναν κόσμο που κινείται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, την αλήθεια και την φαντασία.
Άρχισε τότε τις πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες στην τέχνη. Το 1930 γράφεται στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα μελετά σύγχρονη ελληνική ποίηση: του Καίσαρος Εμμανουήλ τον «Παράφωνο αυλό», του Θεοδώρου Ντόρου «Στου γλυτωμού το χάζι» (1930), του Γιώργου Σεφέρη τη «Στροφή» (1931) και του Νικήτα Ράντου τα «Ποιήματα» (1933). Με ενθουσιασμό, σωστό πάθος, συνεχίζει τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα: «Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν» («Ανοιχτά Χαρτιά») .
Το 1934 είναι μέλος της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του πανεπιστημίου Αθηνών» που διοργάνωνε συζητήσεις πάνω σε θέματα κυρίως φιλοσοφικά, με τη συμμετοχή των Κ.Τσάτσου, Π.Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι.Συκουτρή. Τότε γνωρίζεται με το Ι. Σαραντάρη (1908-1941), τον ευαίσθητο ποιητή που ήρθε από την Ιταλία για να ζήσει τα τελευταία χρόνια της νιότης και της δημιουργίας του στην αγαπημένη του πατρίδα και τελικά να πεθάνει σε αυτήν στον πόλεμο του 1940. Ο Σαραντάρης τον ενθαρρύνει στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντεύεται αν πρέπει να δημοσιεύσει τα έργα του και τον γνωρίζει στον κύκλο των «Νέων Γραμμάτων» (1935-40, 1944). Το περιοδικό αυτό, που διευθυντής του ήταν ο Αντρέας Καραντώνης και συνεργάστηκαν στις σελίδες του παλιοί και νεότεροι αξιόλογοι Έλληνες λογοτέχνες (Γ.Σεφέρης, Γ.Θεοτοκάς, ’γγ. Τερζάκης, Κ.Πολίτης, ’γγ. Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του 1930 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεoτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.
Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησαν τα «Νέα Γράμματα». Το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον ονομάζει: «...ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα» («Ανοιχτά Χαρτιά»). Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα: «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Μια φιλία με μεγάλη αντοχή και διάρκεια, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια, έδεσε τους δυο άντρες. Ο Εμπειρίκος είχε ήδη βρει το δρόμο του και τον ακολουθούσε ανυποχώρητα.
Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Εμπειρίκου «Υψικάμινος» με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι πήγαν στη Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη ανακαλύπτουν την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν.
Το Νοέμβριο στο 11ο τεύχος των «Νέων Γραμμάτων» δημοσιεύτηκαν τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη, που έτσι πρωτοεμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων, καθιερώνοντας ταυτόχρονα και το ψευδώνυμό του ως αποκλειστική γραφή του έργου του. Το 1936 η ομάδα των νέων λογοτεχνών γίνεται πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίζει τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Μεταφράζει ποιήματα του Paul Eluard για τα «Νέα Γράμματα» και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει το δημιουργό τους ως τον ποιητή που: «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας» («Paul Eluard», «Τα Νέα Γράμματα» , ).
Τότε, οργανώθηκε και η «Α΄ Διεθνής Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», όπου ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Η νέα ποιητική σχολή αρχίζει να επιβάλλει την παρουσία της στην Ελλάδα, οι αντιπρόσωποί της πληθαίνουν, αλλά μαζί αυξάνονται και οι επικριτές της. Το 1937 εγκαταλείποντας οριστικά τις νομικές σπουδές του, ενώ η λογοτεχνική του συντροφιά σκορπίζεται, ο Ελύτης κατατάσσεται στο στρατό και πηγαίνει ως το 1938 στην Κέρκυρα, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Την ίδια εποχή αλληλογραφεί με το Νίκο Γκάτσο και το Γιώργο Σεφέρη που βρίσκονται στην Κορυτσά.
Το 1939, μετά από σκόρπιες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί». Αν η «Στροφή» του Σεφέρη λίγα χρόνια νωρίτερα έφερε την ποίησή μας στο μονοπάτι μιας ουσιαστικής αλλαγής, από την άλλη σκοπιά ο Ελύτης προσανατολίζει τους νεότερους -όντας ο ίδιος πια βέβαιος για την πορεία του- στη χάραξη ενός καινούργιου δρόμου. Οι μεταφράσεις που πλήθυναν στα χρόνια αυτά έχουν φέρει σε επαφή το ελληνικό πνεύμα με τις σύγχρονες δυτικές αναζητήσεις και η κριτική αρχίζει να αποδέχεται τη νέα ποίηση.
Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης, ανθυπολοχαγός στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού, βρίσκεται στο μέτωπο, στην Αλβανία. Κινδυνεύει να πεθάνει από προσβολή κοιλιακού τύφου. Στη διάρκεια της κατοχής γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά». Εκεί την άνοιξη του 1942 ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α.Κάλβου». Στην Αθήνα εξακολουθούν πάντα οι λογοτεχνικές συζητήσεις και συνεχίζονται οι εκδόσεις των βιβλίων σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια των δημιουργών να ξεφύγουν με τη φαντασία τους μακριά από την εξοντωτική ατμόσφαιρα της κατακτημένης Ελλάδας και να βοηθήσουν τον κόσμο να ξεχάσει έστω και για λίγο τη φρίκη του πολέμου.
Το 1943 κυκλοφόρησε «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα «Νέα Γράμματα» που ξανακυκλοφόρησαν το 1944, δημοσιεύει το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 συνεργάζεται με το περιοδικό «Τετράδιο» μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο «’σμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Ο πόλεμος του 1940 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την «Καλωσύνη στις Λυκοποριές», την «Αλβανιάδα» και την ανολοκλήρωτη «Βαρβαρία». Το 1945 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ακόμη συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», την «Ελευθερία» και την «Καθημερινή», όπου κράτησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.
Το 1948 ταξιδεύει στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολιάζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του με τούτα τα λόγια: «Ένα ταξίδι που θα με έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα με έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές,στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St.Germain des Pres» («Ανοιχτά Χαρτιά») Γνωρίζεται με με τους A.Breton, P.Eluard, P. Reverdy, A. Camus, T. Tzara, P.J.Jouve, G. Unga-retti, R. Char.
Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E.Teriade, που πρώτος έχει προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συναντά τους μεγάλους ζωγράφους Matisse, Shagal, Giacometti, de Cirico και Picasso, για του οποίου το έργο θα γράψει αργότερα άρθρα και θα αφιερώσει στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα (τέλη του 1951), ταξιδεύει στην Ισπανία και στην Ιταλία, ενώ στη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία (τέλη του 1950 - Μάιος του 1951) συνεργάζεται με το Β.Β.C. και αρχίζει τη σύνθεση του «’ξιον Εστί». Το 1949 μετέχει στην ίδρυση της Association Internationale des Critiques d Art, ενώ το 1952 γίνεται μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απονέμει βραβεία λογοτεχνίας. Το 1953 αναλαμβάνει και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. Το 1954 γίνεται μέλος της «Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού» στη Βενετία, ενώ την επόμενη χρονιά συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο του θεάτρου Τέχνης και του Ελληνικού Χοροδράματος.
Το 1959 μετά από αρκετά χρόνια ποιητικής σιωπής τυπώνει το «Άξιον Εστί», που τον άλλο χρόνο του δίνει το Α΄ Κρατικό βραβείο Ποίησης, ενώ τότε εκδίδει και τις «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέπτεται τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1962 μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη πηγαίνει στη Ρωσία, ενώ το 1965 μεταβαίνει στην Βουλγαρία με πρόσκληση της «Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων». Τέλος του απονέμεται το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος, ενώ γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Ταξιδεύει στη Γαλλία (1966) και την Αίγυπτο (1967) και ασχολείται με τη ζωγραφική και με μεταφράσεις, ως την άνοιξη του 1969 που ξαναγυρίζει στο Παρίσι. Το 1970 μένει για ένα διάστημα στην Κύπρο, ενώ το 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μετά τη Μεταπολίτευση διορίζεται Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο και το 1977 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στην Αθήνα, το Μάρτιο του 1996.
Πηγή: http://atithaso.blogspot.com/2011/03/blog-post_8287.html#ixzz1GwSaCMzt

Sunday, 6 March 2011

ΕΛΕΝΗ


Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια

        ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές

        ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε - σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.


Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής

Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
        κι απομακρύνονται


Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
        του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα

        και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν:

        Εσένα!

Monday, 21 February 2011

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ «Οι μακροχρόνιες κρίσεις δίνουν μεγάλη εξουσία στην ελπίδα»


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ «Οι μακροχρόνιες κρίσεις δίνουν μεγάλη εξουσία στην ελπίδα» , 

 «Αν η ποίηση είχε τη δύναμη να μας κάνει καλύτερους, θα το είχε πετύχει εδώ και αιώνες. Η επιρροή της όμως περιορίστηκε στο να εμπλουτίζει τους έμμετρους μονολόγους» λέει η Κική Δημουλά

Ακόμη ένα βραβείο για την πολυβραβευμένη ακαδημαϊκό Κική Δημουλά πιθανόν να μη σημαίνει πολλά για την ίδια. Ισως όμως να σημαίνει κάτι παραπάνω για την ποίηση και τους αναγνώστες της. Πάντα μελαγχολική αλλά όχι απαισιόδοξη, σε αυτή τη συζήτηση η ποιήτρια μας ξεναγεί στη σχέση της με την ποίηση και τον κόσμο σήμερα. Χαρακτηρίζει την ποίηση «ένα άτοκο δάνειο για τους χρεοκοπημένους» και «μια ελπίδα για όσους δεν έχουν καμία ελπίδα». Αν έχει να μας δώσει μια συμβουλή, αυτή είναι ότι οι μακροχρόνιες κρίσεις μάς κάνουν ανθεκτικούς, μας δοκιμάζουν. Και συστήνει, το λιγότερο, σεβασμό προς όσους υποφέρουν περισσότερο. Τέλος, πιστεύει ότι η ποίηση μπορεί να μας κάνει πιο επινοητικούς, πιο καχύποπτους, να ξαναδούμε τις σχέσεις μας και τις ανασφαλείς εκδηλώσεις μας, να γίνουμε πιο απελπισμένα πιστοί στην αγάπη.

- Κυρία Δημουλά,βραβευθήκατε για το σύνολο του έργου σας.Είναι μια τιμή για εσάς; Επηρεάζει άραγε το έργο σας;

«Ασφαλώς είναι μια μεγάλη τιμή για μένα, αλλά συγκρατώ τον πανηγυρισμό μου με την προειδοποιητική σκέψη ότι από αυτόν που βραβεύεται ως ο καλύτερος υπάρχει σίγουρα ο καλύτερός του. Και αυτό είναι το ξόρκι μου εναντίον πάσης επάρσεως και παντός εφησυχασμού. Προσπαθώ εν τω μεταξύ να μη σκέπτομαι ότι αυτή η μεγάλη διάκριση που μου δίνει η χώρα ίσως χαράζει κλειστά πια σύνορα μεταξύ της γόνιμης περιόδου και της άγονης ίσως ετούτης υπερήλικης που διανύω. Αντίθετα, προσπαθώ να ελπίζω ότι αυτή η αναγνώριση, που απονέμεται έστω στην αγάπη μου για την ποίηση, ίσως ενθαρρύνει τις προσπάθειές μου να γράψω κάποιο ακόμη γηραιό ποίημα, μακιγιαρισμένο με τη μαγική δύναμη της αναθρώσκουσας νεότητας».

- Είστε λίγο απαισιόδοξη,αν και πιστεύω ότι οι φίλοι της ποίησής σας περιμένουν πολλά ακόμη από εσάς.Αραγε σημαίνει κάτι για την ελληνική κοινωνία αυτό το βραβείο σας;

«Για το πώς η κοινωνία προσλαμβάνει τα θέματα της τέχνης γενικά, αυτό εξαρτάται από το πόσο ζυμωμένη είναι η ψυχή της με την πίστη ότι η τέχνη, και η ποίηση εν προκειμένω, δεν πρόκειται να επιβάλει περικοπές στη φυγή που μας παρέχει. Οτι δίνει δάνειο, άτοκο μάλιστα, σε κάθε χρεοκοπημένο θάρρος. Δεν ξέρω, αλήθεια, τι ποσοστό της κοινωνίας έχει ανάγκη από αυτό το ζωτικό δάνειο. Συναντώ πάντως αρκετούς ανθρώπους, συγκινημένους και ευγνώμονες προς την ποίηση ότι τους αλλάζει τη ζωή. Και δεν δυσκολεύομαι να τους απογοητεύσω λέγοντάς τους πως, περίεργο, η δική μου η ζωή δεν αλλάζει παρά μόνο τις ώρες που κόβω εξαντλητικές βόλτες έξω από την ποίηση, μήπως και βγει».

- Δηλαδή σε αυτή την εποχή της περιρρέουσας μελαγχολίας και της προϊούσας κατάθλιψης η ποίηση έχει,τελικά,κάτι να πει εκεί έξω στον κόσμο; «Βέβαια. Εχει να αντιπροσφέρει τη δική της κατάθλιψη, που, καθώς ανήκει σε ένα τέταρτο, ανάερο γένος ανακουφιστικής αοριστίας, ίσως προσλαμβάνεται από τον κόσμο ως λυτρωτική ομοιότητά του, κάτι σαν κοντινή θερμή συγγενής των προβλημάτων του· τέλος πάντων, σαν φευγαλέος σύμμαχος της μελαγχολίας του αλλά και εμπνευστής της γενναιότητας που απαιτεί αυτή η τάχα ηττοπαθής μελαγχολική διάθεση. Δεν είναι ηττοπαθής, είναι ερευνήτρια». - Εχετε πει πως «η νίκη ανήκει στους ηττημένους».Είναι αυτό μια παρηγοριά προς όσους υποφέρουν από τη σημερινή κρίση,με το μνημόνιο, τις μειώσεις μισθών,την καλπάζουσα ανεργία κτλ.;

«Ναι, το έχω πει, επειδή θεωρώ ότι αποτελεί ζωτική νίκη το να αντέξεις την ήττα, χωρίς να συντριβείς πηδώντας κάτω, στην παραίτησή σου. Και μπορεί αυτό το πιστεύω μου να λειτουργήσει και ως εκγύμναση της αντοχής για παν απειλητικό απρόοπτο και για κάθε αναμενόμενη εξόντωση της βεβαιότητάς μας από το επιθετικό αβέβαιο. Οσο και αν δεν έχω πληγεί υπέρμετρα από την πραγματικότητα των περικοπών, ο σεβασμός μου μνημονεύει συχνά το κουράγιο των βαρέως πληγέντων. Αλλά ξέρω ότι αυτό περισσότερο αποτελεί μεγάλα λόγια παρά συνδρομή».

- Αν θυμάμαι καλά,έχετε πει επίσης «αρνούμαι να γίνω οδηγός έστω κι ενός ανθρώπου,όταν δεν ξέρω πού πάω».Και όμως σας ακολουθούν χιλιάδες ενθουσιασμένοι από την ποίησή σας.

Τρεις κυρίες των ελληνικών γραμμάτων στο ίδιο τραπέζι: από αριστερά, η Ζυράννα Ζατέλη,η Κική Δημουλά και η Ιωάννα Καρυστιάνη, όπως τις απαθανάτισε ο φακός τον Ιούνιο του 2003 κατά την υποδοχή νέων μελών στην Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων
«Μάλλον προσπαθώ να ανακόψω τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που ίσως βλέπουν σε μένα έναν λυτρωτή των ανησυχιών τους. Αλλά μπορεί και να μην περιμένουν από μένα τίποτε άλλο παρά μόνο τον ελευθερωτή της δυσκολίας που έχουν να διατυπώσουν τα βάσανά τους, έτσι φυλακισμένα που μένουν σε μια άφωνη ζωή. Να τα ελευθερώσω, έστω φυλακίζοντάς τα πάλι, αλλά μέσα στην οικειότητα που νιώθουν για τη δική μου φωνή. Το προτιμούν. Αλλά ξέρω ότι δεν ζητάνε ακριβώς αλλαγή. Μια φυγή θέλουν, να φύγουν από αυτό που τους συμβαίνει και να πάνε σε αυτό που συμβαίνει σε μένα- και ας είναι ίδιο με αυτό από το οποίο θέλουν να διαφύγουν. Το ξέρουν, όπως μάλλον γνωρίζουν και το μάταιο της μετατόπισής τους, χωρίς ίσως να έχουν διαβάσει αυτούς τους προειδοποιητικούς στίχους του Καβάφη: “Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ/ στην κώχη τούτη την μικρή, σ΄ όλην τη γη την χάλασες”».

- Με την επίκληση του Καβάφη με βάζετε στον πειρασμό να σας ρωτήσω τι είναι τελικά η ζωή μας; Μια παγίδα,μια απάτη ή τι άλλο;

«Τι είναι η ζωή μας; Ισως μια αποτυχούσα εκδικήτρια του θανάτου. Σίγουρα όμως είναι μια φιλόδοξη παγίδα, στην οποία δυστυχώς δεν πέφτει η αθανασία. Τι άλλο να είναι η ζωή μας; Εκτός από αυτό που μας δόθηκε προσωρινά και εκτός από το εντελώς ασυλλόγιστο ανεξήγητο, να ξεχνάμε δηλαδή ότι με σύμβαση αορίστου χρόνου μάς προσλαμβάνει η ζωή στα μάγια της, καθηλώνοντάς μας να την αγαπάμε με παράφρονα ένταση. Αλλά φαίνεται ότι κάθε μεγάλη αγάπη τη θρεπτική τροφή της την αντλεί κρεμασμένη στον άδειο μαστό της προσωρινότητας. Τι άλλο λοιπόν είναι η ζωή μας εκτός από μια ανταρσία κατά του θανάτου και τι άλλο από τη σχιζοφρενική ανυπομονησία του θανάτου να πατάξει αυτή τη ανταρσία; Ξέρω, είστε έτοιμος, κύριε Μπασκόζο, να μου φωνάξετε ότι τα είπαν άλλοι».

- Ο καθένας τα λέει με τον δικό του τρόπο και τους δίνει το δικό του βάρος.Τελικά,πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να μας κάνει καλύτερους; Να γίνει,π.χ.,η φιλοσοφία της καθημερινής μας ζωής;

«Οχι βέβαια καλύτερους. Ισως λίγο πιο επινοητικούς, πιο καχύποπτους, πιο τσιμπούρια επάνω στις σχέσεις μας και πιο τσιγκούνηδες στις εκδηλώσεις μας από ανασφάλεια, και πάλι από ανασφάλεια πιο εφευρετικούς στις ποικιλίες του μίσους, και πιο απελπισμένα πιστούς στο ύστατο θείο ξεγέλασμα: την αγάπη. Αν η ποίηση είχε τη δύναμη να μας κάνει καλύτερους, θα το είχε πετύχει εδώ και αιώνες. Η επιρροή της όμως περιορίστηκε στο να εμπλουτίζει τους έμμετρους μονολόγους. Και αν μας προκαλεί κάθε τόσο μια έκσταση, αυτή είναι τόσο στιγμιαία όσο εκστατικούς μάς αφήνει για λίγο ένα μόνον άστρο που επιζεί σε ολόκληρο σκοτεινό ουρανό».

- Γιατί γράφετε; Για να ξορκίσετε ίσως τον θάνατο;

«Γιατί γράφω... Γιατί άπαξ και συνέβη θέλει να ξανασυμβεί, μετά ξανασυνέβη και ξανά και πάλι, είτε σαν προγραμματισμένο να επικρατήσει, είτε σαν εθισμός στην πιο ηδυπαθή δυνατότητά μου, ίσως και την πιο άοπλη από όλες. Γράφω γιατί δεν συνέβη να το διακόψει κάτι βασανιστικότερα αστάθμητο. Οχι, δεν ξορκίζω τον θάνατο. Προσαρτώ την αποστροφή μου γι΄ αυτόν στην αποστροφή που νιώθει γι΄ αυτόν η ποίηση, αλλά και καθετί που τιμωρήθηκε να είναι αβέβαιο, σύντομο, μηδέ του συναρπαστικού εξαιρουμένου- και ας του άξιζε διαφορετική μοίρα. Τον ξορκίζω βέβαια τον θάνατο, αλλά με την έννοια ότι γράφοντας προσπαθώ να διατηρήσω άλιωτα όσα περιγράφω, σαν να μην έχουν πεθάνει, σαν να έχουν πάει ένα μακρινό ταξίδι, στην αναλλοίωτη μορφή τους».

- Κάτι τελευταίο.Εχουν κατά καιρούς ακουστεί πολλά σχόλια για τα κρατικά βραβεία.Εχετε κάποια πα ρατήρηση για την καλυτέρευση του θεσμού;

«Δεν μπορώ να φανταστώ την καλυτέρευση του όποιου θεσμού, αφού λειτουργός του είναι ο απείθαρχος ανθρώπινος παράγοντας. Ετσι, σχετικά με τα βραβεία έχω περιοριστεί στη στασιμότητα του ερωτήματός μου. Γιατί άραγε πρέπει να ξαναβραβεύεται ένας δημιουργός- τι βλάσφημη κλεμμένη εξουσία-, αφού έλαβε το μέγιστο βραβείο από τη φύση να μπορεί να μαστορεύει αναπαυτική τη διαφορετικότητά του ώστε να κάθεται επάνω της και να ξεκουράζεται η περιπλανώμενη αγωνία της ύπαρξης; Ναι, σύμφωνοι, τα είπαν και άλλοι». - Ζείτε μέσα στη συνάφεια των ανθρώπων,στην πολιτική,στα ψέματα,στα κουτσομπολιά,στην κρίση. Τι από αυτά σας αγγίζει,σας εμπνέει ή σας απωθεί;

«Ολα αυτά που απαριθμείτε με ωθούν να ψάξω μέσα, βάθος βάθος μου, να δω αν τα φιλοξενώ όλα αυτά ή μερικά. Να βρω αν, από πρόθυμη συγγένεια μαζί τους, τα φιλοξενώ ή από υπακοή στη φύση που μου επέβαλε να τα εμπεριέχω. Οτι τα καταπνίγω όσο γίνεται, ναι, αυτό μπορεί να λέγεται και πολιτισμός, είναι πάντως κάτι που, αν μη τι άλλο, αποτρέπει τον εμφύλιο αλληλοφαγωμό».

- Τι θα λέγατε σε αυτούς που μας κυβερνούν,σε αυτούς που εξουσιάζουν την ελληνική κοινωνία; Εχετε να τους δώσετε μια σοφή ποιητική συμβουλή;

«Σοφή συμβουλή, όχι. Ανεφάρμοστη, ναι. Γι΄ αυτό και δεν έχω καν μπει στον κόπο να την αποστηθίσω». - Βαδίζουμε σε μια μακρόχρονη κρίση.Ελπίζετε σε κάτι;

«Μα πιστεύω ότι οι μακροχρόνιες κρίσεις δίνουν μεγάλη εξουσία στην ελπίδα. Και δεν χρειάζεται να ξέρουμε σε τι ελπίζουμε. Η αοριστία είναι που μας βοηθάει να υπομείνουμε. Αν μας έλεγαν ότι θα στενάζουμε επί πέντε ημέρες, αυτός ο προσδιορισμός θα έκανε αβίωτο και αυτό το μικρό διάστημα. Η υπομονή παίρνει κουράγιο μη γνωρίζοντας πόσα χιλιόμετρα δοκιμασίας τής μέλλονται».

Αναδημοσιευση Απο Βημα

Saturday, 12 February 2011

Σ΄ ανακαλύπτω πάλι


Σ΄ ανακαλύπτω πάλι
Ω επισκέπτρια νυχτερινή
Μαστιγωμένη απ' όλους τους ανέμους
Και υψώνω ένα δέντρο
Για να στηρίξω τη λύπη μου
Και ξεδιπλώνω έναν ουρανό
Για να προετοιμάσω την πτήση μου
Ίσαμε σένα

Πόσο μακρύς ο δρόμος
Για να φτάσω την ερημιά των ματιών σου
Για ν' ανασύρω τα μάτια σου
Μέσ' απ΄ τη στάχτη του καιρού
Να ξεχωρίσω τα λόγια σου
Που ολοένα ξεμακραίνουν
Και μόλις ακούγονται
Ίδιο ανατρίχιασμα νερού

Από τη συλλογή Η Μεταμόρφωση (1971)


Wednesday, 2 February 2011

Απεβίωσε ο θεσσαλονικιός ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης σε ηλικία 95 ετών

 Ο αρχοντικός ένοικος του προπολεμικού «Μεγάρου Βαρβιτσιώτη» στην Εγνατία οδό πήγε να συναντήσει την παλιά παρέα του φαρμακείου του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης πέθανε την Τρίτη τα ξημερώματα, σε ηλικία 95 ετών.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1916, σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και εργάστηκε ως δικηγόρος. Την πρώτη του ποιητική εμφάνιση την έκανε σε ηλικία είκοσι ενός ετών στο πρωτοποριακό περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες», με την εκδοτική ομάδα του οποίου συνδέθηκε στενά. Εκτοτε, αφιερώθηκε στην ποίηση με πάθος και συνέπεια.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Φύλλα ύπνου (1949), Επιτάφιος (1951), Χειμερινό ηλιοστάσιο (1955), Το ξύλινο άλογο (1955), Αλφαβητάριο (1955), Η γέννηση των πηγώνΤο πέπλο και το χαμόγελο (1963), Η μεταμόρφωση (1971), Η φθινοπωρινή σουίτα και άλλα ποιήματα (1975), Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία (1977), Η Άννα της απουσίας (1979), Ενωμένα χέρια (1980), Καλειδοσκόπιο (1983), Η ατραπός (1984), Fragmenta, ή Η βλάστηση των ορυκτών (1985), Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους,μαζί με το Δοξαστικό της ελευθερίας (1986), Ακόμα ένα καλοκαίρι (1987), Φαέθων (1992), Η θαυμαστή αλιεία (1993), Νήματα της Παρθένου (1997), Άρωμα ενός κομήτη (1997), Όχι πια δάκρυα (1998), Τα δώρα των Μάγων (1999), Άτριον (2000), Όμως το χιόνι πάντα μένειΜικρά ερωτικά εγκώμια (2002) και τις συγκεντρωτικές εκδόσεις Σύνοψη Α΄ (1941-1957) (1980), Σύνοψη Β΄ (1958-1972) (1981), Σύνοψη Γ΄ (1973-1979) (1988) και Ποιήματα, 1941-2002 (2003) όπου δημοσίευσε το σύνολο του ποιητικού του έργου. (1959), (2002),
Παρ’ ότι διένυε την ένατη δεκαετία του, ξεγελούσε με το παρουσιαστικό του, καλοστεκούμενος, ευγενής, αριστοκρατικός, και υπηρετούσε την ποίηση με αφοσίωση που εντυπωσίαζε όσους τον άκουγαν, σε εκδηλώσεις στην πόλη, να απαγγέλλει ποιήματά του. Πέρυσι μάζεψε κάποια ανέκδοτα ποιήματά του σε μια τελευταία συλλογή, τα Υδατόσημα (Μπίμπης Στερέωμα, 2010).
Για τους νεότερους αποτελούσε σημείο αναφοράς, τον σέβονταν, ήταν ο τελευταίος εναπομείνας ποιητής της παλιάς λογοτεχνικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ο συνεργάτης των θρυλικών «Μακεδονικών Ημερών», του «Κοχλία» και των «Μορφών».
Η ποίησή του λυρική, ενορατική, μυστικιστική, πατά στα βήματα του νεοσυμβολισμού, με επιρροές και από τους υπερρεαλιστές Ελυάρ και Ρεβερντύ.
Δοκιμιογράφος και μεταφραστής επιπλέον, άφησε πολλές μεταφράσεις, κυρίως γάλλων, ισπανών και λατινοαμερικανών ποιητών, μεταξύ των οποίων οι Μποντλέρ, Λόρκα, Απολλιναίρ, Μαλαρμέ, Νερούδα, Ελυάρ.
Ηταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ο ποιητής με τα πολλά βραβεία: το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών, το Βραβείο Ουράνη, το Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Φερνάντο Ριέλο ήταν κάποια από τα πολλά. Τιμήθηκε με τον τίτλο του Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών και το ευρωπαϊκό Βραβείο Χέρντερ, εκλέχθηκε μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Μιχαήλ Εμινέσκου στη Ρουμανία και του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
«Είναι καιρός να καλλιεργηθεί η ιδέα ότι η ποίηση –όπως και η τέχνη γενικότερα– είναι ένας σταυρός μαρτυρίου,που τον σηκώνουν μοναχά άνθρωποι σημαδεμένοι από τη μοίρα, μία νόσος εκ γενετής. Με δύο λόγια δημοκρατία, σοσιαλισμός, χριστιανισμός είναι το τρίπτυχο που αντιπροσωπεύει και συμπυκνώνει την πνευματική μου υπόσταση», έλεγε σε συνέντευξή του με αφορμή την απονομή του βαλκανικού βραβείου «Αίμος».
Η κηδεία του θα γίνει την Τετάρτη, στις 10.00 από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας.

Saturday, 29 January 2011

Άρης Αλεξάνδρου


Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα το 1922. Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της τον πρώτο καιρό της κατοχής. Το 1941 η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Από το 1944, που συνελήφθη για πρώτη φορά, και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στην Λήμνο, στην Μακρόνησο, στον Άγιο Ευστράτιο κ.α. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στο Παρίσι το 1978.
Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον εμφύλιο. Συγχρόνως χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα.

Ολόκληρη νύχτα
                           
Όπου να 'ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.
Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.
Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ' τη μαρκίζα
γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.
Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα του.

Πίσω απ' τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι
σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα συρματόσκοινα.

Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.

Σαββατόβραδο κ' οι ταβέρνες κλειστές
μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ' τη γωνιά της χαραυγής.
Απίθωσα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.
Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί
σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.

Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα
ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού
ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.

Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι
έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια και είταν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.

Από τη συλλογή Άγονος Γραμμή (1952)

Tuesday, 11 January 2011

Νικόλαος Κάλας

Ο Νικόλας Κάλας ή Νικήτας Ράντος (Ελβετία 1907-Η.Π.Α. 1988, πραγματικό όνομα Νικόλαος Καλαμάρης) ήταν έλληνας ποιητής. Χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N.Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα. Είναι ένας από τους πρώτους ποιητές που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο στην δεκαετία του ’30.
Γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1907 αλλά σύντομα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τα χρόνια 1924-1927 και κατά την διάρκεια των σπουδών του ήταν μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς. Το 1933 εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή, Ποιήματα, και το 1934 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα. Στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής[1]. Μέχρι το 1937 ζούσε ταξιδεύοντας ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, όπου τελικά εγκαταστάθηκε μέχρι το 1939, όταν έφυγε για την Λισαβόνα, όπου έμεινε για έναν χρόνο, και μετά μετέβη στην Νέα Υόρκη. Στην δεκαετία του ’60 και του ’70 ταξίδεψε στην Ελλάδα και παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά τελικά επέστρεψε στις Η.Π.Α., όπου και έμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1988.
Εκτός από το ποιητικό του έργο μετέφρασε Τ. Σ. Έλιοτ και Λουί Αραγκόν και συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια. Το 1977 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Νικόλας Κάλας.

Σκάκι
Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.
Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των
ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής-πανουργίες φόνοι-ξαναζούν απάνου
στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου
νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και
τα λάφυρα-χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό
παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται
στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις
φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σʼ εβένινο πλαίσιο
και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.

(Νικόλαος Κάλας, Οδός Νικήτα Ράντου, Ίκαρος, 1977
και Γραφή και Φως, Ίκαρος, 1983)

Tuesday, 28 December 2010

Κατάλογος σύγχρονων Ελλήνων ποιητών.

Ακολουθεί κατάλογος σύγχρονων Ελλήνων ποιητών, κατ΄ έτος γέννησης και αλφαβητική σειρά επιθέτου.
Πίνακας περιεχομένων
1750 - 1850 
1851 - 1900
1901 - 1930
1931 - Σήμερα
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης Μανουήλ Βερνάρδος Ηλίας Ζερβός - Ιακωβάτος Παναγιώτης Κάλας ή Τσοπανάκος Ανδρέας Κάλβος Στέφανος Κανέλλος Σοφοκλής Καρύδης Κωνσταντίνος Κοκκινάκης Αδαμάντιος Κοραής Ανδρέας Λασκαράτος Γεώργιος Λασσάνης Παναγιώτης Ανδρόνικος Μακρής Γεράσιμος Μαρκοράς Αχιλλέας Παράσχος Χριστόφορος Περραιβός Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής Διονύσιος Σολωμός Αλέξανδρος Σούτσος Παναγιώτης Σούτσος Ρήγας Φεραίος Μιχαήλ Χουρμούζης Αλέξανδρος Υψηλάντης

1851 - 1900
Τέλλος Άγρας 1899-1944 Θέμος Αμούργης Μιχαήλ Αναστασίου Γεράσιμος Άννινος Μιχ. Αργυρόπουλος Κώστας Βάρναλης Κωστής Βελιμέζης Ηλίας Βουτιερίδης Αντώνης Γιαλούρης Άλκης Γιαννόπουλος Γεώργιος Δελής Ειρήνη Δεντρινού Δημήτρης Δημητριάδης Άγγελος Δόξας Δημήτρης Ευαγγελίδης Αντώνης Ιντιάνος Κωνσταντίνος Καβάφης Μανώλης Καλομοίρης Μιχαήλ Καλυβίτης Λινός Καρζής Κώστας Καρυωτάκης Κώστας Κοντός Τάκης Κοντός Άργης Κορακάς Γιώργης Κουτουμάνος Χρήστος Λαγοπάτης Γιάννης Λεύκης Νίκος Λευτεριώτης Γιώργος Λογοθέτης Ξάνθος Λυσιώτης Λιλή Ιακωβίδου Λορέντζος Μαβίλης Μανώλης Μαγκάκης Θεόδωρος Μακρής Κώστας Μαρίνης Κώστας Μαρκίδης Παναγιώτης Μαυρέας Ιωάννης Μοσχονάς Στράτης Μυριβήλης Γιώργος Νάζος Λέανδρος Παλαμάς Κωστής Παλαμάς Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου Μιχαήλ Πετρίδης Γιώργος Πολίτης Ιάκωβος Πολυλάς Νίκος Προεστόπουλος Ζήνων Ρωσίδης Γιώργος Σεφέρης Σωτήρης Σκίπης Γεώργιος Σουρής Στέλιος Σπεράντζας Νίκος Στρατάκης Γεώργιος Στρατήγης Ιούλιος Τυπάλδος Ρώμος Φιλύρας Γιώργος Φτέρης Κωνσταντίνος Χατζόπουλος Παν. Χρονόπουλος

1901 - 1930
Μάριος Αγγελόπουλος Μιχάλης Αδάμης Γιάννης Αηδονόπουλος Κρίτων Αθανασούλης Έφη Αιλιανού Μανώλης Αλεξίου Χάρης Αλεξίου Κούλης Αλέπης Μαν. Αναγνωστάκης Τάκης Ανθήλης Πέτρος Ανταίος ή Σταύρος Γιαννακόπουλος 1920-2002 Ρένος Αποστολίδης Χρυσούλα Αργυριάδου Σεραφείμ Αρκομάνης Σταύρος Βαβούρης 1925 Ελένη Βακαλό Νάνος Βαλαωρίτης Στέργιος Βαλιούλης Πάνος Βαλσαμάκη Μάρκος Βαμβακάρης Τάκης Βαρβιτσιώτης Γιάννα Βέρα Γ. Βερίτης Νίκος Βίγλας Κώστας Βίρβος Όλγα Βότση Ν. Βρεττάκος Γιώργος Γαβαλάς Πάνος Γαβαλάς Χρ. Γαλατόπουλος Κώστας Γαρίδης Γιώργος Γεραλής Στέλιος Γεράνης Τάσος Γιανναράς Λευτέρης Γιαννίδης Κ. Γιαννόπουλος Νίκος Γκάτσος Νίκος Γκούμας Επαμ. Γονατάς Γιάννης Γουδέλης Γιάννης Δάλλας Νάσος Δετζώρτζης Μηνάς Δημάκης Πέτρος Δήμας Άρης Δικταίος Τάκης Δόξας Καίτη Δρόσου Νίκος Εγγονόπουλος Οδυσσέας Ελύτης Ανδρέας Εμπειρίκος Φώτης Ευαγγελάτος Δημοσθένης Ζαδές Κούλης Ζαμπάθας Αντ. Ζαχαρόπουλος Νίκος Ζουμπουλάκης Μίκης Θεοδωράκης Λ. Θεοδωρόπουλος Βικτωρία Θεοδώρου Γεώργιος Θεοτοκάς Γρηγόρης Θεοχάρης Νίκος Καββαδίας Απόστολος Καλδάρας Γιάννης Καμαρινάκης Ισιδώρα Καμαρινέα Ανδρέας Καμπάς Βύρωνας Καμπέρογλου Μ. Καραγάτσης Γιώργος Καρατζάς Ρένα Καρθαίου Νίκος Καρούζος Τ. Καρούσος Νίκος Καρύδης Γιώργος Κατσίμπας Μήτσος Κατσίνης Μάνος Κατωγυρίτης Γιώργος Καφτατζης Κώστας Κλεάνθους Αστέρης Κοββατζής Χρήστος Κολοκοτρώνης Χρήστος Κουλούρης Μάνος Κράλης Νίκος Κρανιδιώτης Κλείτος Κύρου Γιώργος Κωστάντης Τάσος Λειβαδίτης Αντρέας Λεοντάρης Βασίλης Λιάσκας Μενέλαος Λουντέμης Μήτσος Λυγίζος Απόστολος Μαγγανάρης Αθανασία Μαγιάκου Κώστας Μαϊστράλης Φαίδων Μακρής Χρήστος Μανέττας Α. Μάρταλης Τώνης Μελάς Παναγιώτης Μελτέμης Παύλος Μεράνος Νύσης Μεσσηνέζης Γιώργος Μητσάκης Κλέαρχος Μιμίκος Κώστας Μόντης Γιώργος Μουφλουζέλης Φαίδων Μπαρλάς Ιωάννα Μπουκουβάλα - Αναγνώστου Παντελής Μυλωνογιάννης Γιάννης Νεγρεπόντης Μπάμπης Νίντας Θεόδωρος Ντόρρος Ζάχος Οικονόμου Μέμος Παναγιωτόπουλος Ναπολέων Παπαγεωργίου Δημήτρης Π. Παπαδίτσας Γιώργος Παπαλεονάρδος Τάσος Παπάς Γιώργος Πατριαρχέας Σαράντος Παυλέας Μιχάλης Περάνθης Άντης Περνάρης Πέτρος Πετρής Γ. Πολιτάρχης Νίκος Πολίτης Στάθης Πρωταίος Αχιλλέας Πυλιώτης Νικήτας Ράντος Λευτέρης Ραφτόπουλος Σάκης Ρετσίνας Γιάννης Ρίτσος Χρήστος Σαμουηλίδης Γιώργης Σαράντης Μίλτος Σαχτούρης Ηλίας Σιμόπουλος Τάκης Σινόπουλος Καλλιόπη Σκαρίμπα Θεόδωρος Στυλιανού Νίκος Σφυρόερας Αθηνά Ταρσούλη Κώστας Ταχτσής Βασίλης Τερτίπης Νίκος Τουτουντζάκης Θάνος Τράγκας Στρατής Τσίρκας Βασίλης Τσιτσάνης Γεώργιος Τσουκαλάς Γιώργος Τσούτης Μαρία Φαλαγγά Γεωργίου Αντώνης Φαρμακίδης Γιώργος Φούφας Μάνος Χατζιδάκις Γιώργος Χαρβαλιάς Κώστας Χατιάδης Γιάννης Χονδρογιάννης Δημήτρης Χριστοδούλου Γιώργος Χριστόπουλος Λάμπης Χρονόπουλος Παν. Χρονοπούλου - Πάλμα Κύπρος Χρυσάνθης Ελισσάβετ Ψαρά

1931 - Σήμερα
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ Δημήτρης Βάρος Κωστής Γκιμοσούλης Δημήτρης Θ. Γκότσης Κατερίνα Γώγου Έλενα Δίκα-Καπρίση Γιάννης Ευθυμιάδης Φαίδων Θεοφίλου Γιώργος Χ. Θεοχάρης Μιράντα Ιωαννίδου-Βοσνάκη Γιώργος Κάρτερ Σπύρος ΚοκκινάκηςΣτάθης Κουτσούνης Δημήτρης Π. Κρανιώτης Δημήτρης Λιαντίνης Εινώ του Εδμαν-Πας Μάνος Λοΐζος Δημήτρης Λυάκος Κωνσταντίνος Μπούρας Πίτσα Μπουρνόζου Μάγδα Νικολαΐδου Δημήτρης Παλάζης Λευτέρης Παπαδόπουλος Λένα Παππά Δημήτρης Ποταμίτης Αλέξης Σταμάτης Ηρακλής Τριανταφυλλίδης Γιάννης Υφαντής Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Υπό επεξεργασία
Άλκης Αλκαίος Ορέστης Αλεξάκης Αθανάσης Βέλλης Λουκία Βερροίου - Στεργιάκη Νίκος Βιολάρης Χάρης Βλαβιανός Θοδωρής Βοριάς Μ. Γενίτσαρης Κώστας Γεωργουσόπουλος Έλλη Γιαννοπούλου Γρυπάρης Γεωργία Δαλιανά Θανάσης Δερβενιώτης Κική Δημουλά Γιώργος Δουατζής Ιωάννης Δροσίνης Μάνος Ελευθερίου Γιάννης Ευθυμιάδης Έλλη Ιωαννίδου Ιωάννης Καμπανέλλης Πάνος Καπώνης Γιάννης Καραλής Δημήτρης Καραμβάλης Διονύσης Καρατζάς Γιώργος Καραχάλιος Γιώργος Κάρλας Μάνος Καστέλης Γ. Κατσαρός Γιώργος Κονιτόπουλος Μαρία Καρδάτου Γιώργης Κότσιρας Ηλίας Λάγιος Νίκος Λαδάς Ναπολέων Λαπαθιώτης Γιάννης Λειβαδάς Κώστας Λογαράς Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου Κοραλία Μακρή Μιλτιάδης Μαλακάσης Νίκος Μαμαγκάκης Γιάννης Μαρκόπουλος Γιώργος Μαρκόπουλος Τζένη Μαστοράκη Αλέξης Μελαχροινός Γιώργος Μετσόλης Μιχαήλ Μήτρας Κώστας Μόντης Τάκης Μουσαφίρης Δήμος Μούτσης Μπάμπης Μπακάλης Αργύρης Μπαρής Βάσος Μπάρμπας Άρης Μπερλής Ρίτα Μπούμη - Παπά Γιάννης Μύραλης Κώστας Ουράνης Άλκης Πάνου Σπύρος Πάντζας Αθηνά Παπαδάκη Κ. Παπαδάκης Πέτρος Παπαδημητρίου Γιάννης Η. Παππάς Γ. Παράσχος Γεώργιος Πεπονάρας Φώτος Πασχαλινός Τίτος Πατρίκιος Μαρία Πατσαλή Σπ. Περιστέρης Μίμης Πλέσσας Ιωάννης Πολέμης Μανόλης Πολέντας Λάμπρος Πορφύρας Δημήτρης Πουλικάκος Μίλια Ροζίδου Βασίλης Ρώτας Ν. Σημηριώτης Ντίνος Σιώτης Ξένη Σκαρτσή Σωκράτης Σκαρτσής Τάκης Σούκας Γιάννης Σπανός Τάσος Σπυρόπουλος Δημήτρης Σταθόπουλος Γ. Στογιαννίδης Έρση Σωτηροπούλου Μαριος Τόκας Πάνος Τούντας Γιώργος Τσακιράκης Χρήστος Τσιάμης Αντώνης Φωστιέρης Νίκος Φωκάς Θανάσης Φωτιάδης Θανάσης Χατζόπουλος Μανόλης Χιώτης Γιώργος Χρονάς Κωνσταντίνος Μπούρας Κώστας

Monday, 27 December 2010

Το Ιερατείο της καλής Ποίησης

Ποιητής: Το πρόσωπο που έχει χαρακτηριστικά, τα οποία συχνά αποδίδονται σε ποιητές όπως ο ρομαντισμός, η ευαισθησία, η ικανότητα να χρησιμοποιούν τον λόγο με τρόπο που συγκινεί και το οποίο γράφει ποιήματα. Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη.

Διαβάζοντας το βιβλίο «Με το Περίστροφο του Μαγιακόφσκι  (Μια συζήτηση για την ποίηση μεταξύ ποιητών)» των εκδόσεων ΕΡΑΤΩ  εντύπωση μου έκανε η όχι τόσο σπάνια άποψη του ποιητή;;; Δ. Αγγελή ότι: «Γι΄ αυτό η ποίηση της εποχής επιπολάζει στα επιφανειακά. Και δυστυχώς οι νέοι τρόποι έκφρασης, ως ένα βαθμό, κάνουν το ίδιο. Δέστε διάφορα ποιητικά blogs  για παράδειγμα, που εξυπηρετούν μόνο την αυτοπροβολή κάποιων, συχνά ανωνύμων, που ακκίζονται ότι είναι ποιητές και θρηνούν για την μη αναγνώρισή τους ανταλλάσσοντας ασύστολα κολακείες και ύβρεις –αυτή είναι η κριτική μας σκέψη, αυτή είναι η ελπίδα μας;»
Ώστε τα μπλογκς εξυπηρετούν κάποιους για την  αυτοπροβολή τους  ενώ η παρουσία του κ. Δ. Αγγελή στο βιβλίο ή όπου αλλού δεν γίνεται για αυτοπροβολή αλλά γίνεται για φιλανθρωπικούς λόγους, ίσως παροχής εμπνευσμένης γνώσης σε άσχετους που θέλουν ίσως  να κάνουν ποιητική καριέρα. Το εγώ του κ Δ. Αγγελή έχει εξασθενήσει σε σημαντικό βαθμό ώστε να αποτελεί πρωτοπορία των ανθρώπων που παρέχουν γνώσεις χωρίς υστεροβουλία.
Η ανωνυμία είναι ένα άλλο ζήτημα που φαίνεται να τον απασχολεί. Μα δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό του ότι η ανωνυμία αποτελεί την ύστατη απάρνηση της αυτοπροβολής σε αντίθεση με την δικιά του επωνυμία (από ποιους, γιατί);
«Ακκίζονται ότι είναι ποιητές» μας λέει ο κ Δ. Αγγελής για τους «φτωχούς» αυτούς ανώνυμους διαβόλους, τους βλαμμένους, τα «Μεγαλείων Οψώνια» κατά τον Παπαδιαμάντη. Και ο κ Δ. Αγγελής; Ναρκισσεύεται και καμαρώνει ονομάζοντας τον εαυτό του ποιητή ή όταν στον στενό του κύκλο προσφωνεί ο ένας τον άλλον «ποιητή» ανταλλάσσοντας την κολακεία αυτή σαν ανταμοιβή της συμβατικής αλληλοαναγνώρισης;
Οι μπλογκερ-ποιητές θρηνούν επίσης, κατά τον κ Δ. Αγγελή  για την μη αναγνώρισή τους! Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Κάθε ένας θέλει να αναγνωριστεί το έργο που κάνει είτε είναι λογοτεχνικό είτε άλλο. Να μαντέψω την ευτυχία του κ  Δ. Αγγελή όταν πρωτόγραφε ποιήματα και δεν τον ήξερε ούτε η μητέρα του;
Για το ζήτημα «της ανταλλαγής κολακειών και ύβρεων» ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον τρόπο που παρεμβαίνει στα κοινά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δεν έχω διάθεση να απολογηθώ για τον τρόπο που ο κάθε ένας σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους. Και φυσικά αυτός δεν είναι ο κανόνας στα μπλογκς  αλλά η εξαίρεση την οποίαν ο κ Δ. Αγγελής απομονώνει για να στοιχειοθετήσει αδίκημα.
Τέλος για το αν «αυτή είναι η κριτική μας σκέψη και η ελπίδα μας» θα ήθελα να σημειώσω ότι  η ποίηση είναι επαναστατική γιατί ανατρέπει κατεστημένα  μέρος των οποίων έχει γίνει  και ο κ Δ. Αγγελής.
Η αξία ενός έργου δεν οδηγεί αυτόματα στην καταξίωση. Μεγάλοι ποιητές λοιδορήθηκαν  στο ξεκίνημά τους για να αναγνωριστούν αργότερα (μερικοί και μετά θάνατο).
Και στο σημείο αυτό θα επικαλεστώ μερικά σχόλια του Παντελή Μπουκάλα από το άρθρο του «Οι τιμητές, οι Απαγορεύοντες και η «Υπερπαραγωγή Στίχων» από την Καθημερινή της 12.7.1991. Λέει λοιπόν ο κ Μπουκάλας για τους ποιητές που απεχθάνεται ο κ Δ. Αγγελής:
Βλάφτουν κανέναν όσοι γράφουν ή νομίζουν ότι γράφουν  με την ψευδαίσθηση ότι απέκτησαν επικοινωνία με την Μούσα; Και μισή λέξη αν κατορθώσουν να ξεσκουριάσουν και σε ένα ξενύχτι αν δοκιμαστούν και παιδευτούν καλό είναι. Αφήστε που από τον πειρασμό της γραφής, μπορεί να πέσουν στον πειρασμό της ανάγνωσης, όπως συνήθως συμβαίνει (qui scribit, bis legit δεν έλεγαν οι Λατίνοι;) οπότε ίσως φτάσουν να διαβάζουν και τα βιβλία όσων τώρα τους κατακρίνουν και τους λοιδορούν, θεωρώντας πάντως αυτονόητο, αν όχι αποκλειστικό, το δικό τους δικαίωμα να εκδίδουν βιβλία.
 Και παρακάτω:
Ταξική λοιπόν και η ματαιοδοξία; Όσοι έχουν φτάσει ήδη στο δέκατο βιβλίο τους, όσοι χάρη στην κοινωνική τους επιφάνεια αποκτούν και λογοτεχνική εικόνα, όσοι έχουν τα μέσα να μην κάνουν συνοικιακές εκδόσεις, αλλά να διαλέγουν μεγάλα εκδοτικά και γνωστούς εξωφυλλάδες  έχουν θεραπευτεί πια; Δεν μπορώ επίσης να γνωρίζω αν τα επιχειρήματα – αναθέματα εναντίον τους τα παράγει ένας ενύπαρκτος αριστοκρατισμός, μια ολιγαρχοφιλία που θέλει να επεκτείνει το κράτος της και στον πνευματικό λεγόμενο χώρο.
Και παρακάτω:
Απόψεις σκληρότατες και μάλιστα απορριπτικές μπορεί να έχει ο καθένας  για τα εκδιδόμενα βιβλία, ποιητικά κ.α. Δεν δικαιούται όμως να χρησιμοποιούν ηθικολογούντα κριτήρια για να τους αποδώσει ανωριμότητα πνεύματος και ψυχής.
Εκτός και αν επιθυμεί να ιδρυθεί υπό την εποπτεία του κάποια ολιγομελής «Ομάδα Ελεγκτών» που θα αποφαίνεται τι αξίζει και τι πρέπει να πετιέται στα σκουπίδια.

Κώστας Παπαποστόλου

Friday, 24 December 2010

Χρόνια Πολλά

Εύχομαι σε όλους και σε όλες Καλές Γιορτές και Ευτυχισμένο το 2011
Κώστας Παπαποστόλου

Sunday, 12 December 2010

Γιώργος Σαραντάρης

 Γόνος οικογένειας Ελλήνων εμπόρων που διέμεναν στην Ιταλία, είχε την ευκαιρία να ανατραφεί σε ένα αστικό και σχετικά προοδευτικό, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, περιβάλλον. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1910 έως το 1931. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ωστόσο, τον κέρδισε η ποίηση. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιώργος Σαραντάρης εμφορούμενος από συναισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941.
Η ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη υπήρξε αρκετά πρωτοποριακή για τα δεδομένα των ιδεών που επικρατούσαν την εποχή του Μεσοπολέμου στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Υπήρξε λάτρης της λεγόμενης "καθαρής ποίησης". Έχοντας γνώση των ευρωπαϊκών διανοητικών κι αισθητικών ρευμάτων, χρησιμοποίησε στα ποιήματά του τον ελεύθερο στίχο, ενώ στις αναζητήσεις του περιέλαβε προβληματισμούς που έλκουν την επιρροή τους από την ιταλική ποίηση, το έργο του Ντοστογιέφσκι, από τις φιλοσοφικές ιδέες του Νίτσε, του Σαίρεν Κίρκεγκωρ αλλά και από τον υπαρξισμό. Το έργο του δεν συνάντησε ευρεία αποδοχή στην εποχή του, επηρέασε ωστόσο την ελληνική ποίηση βαθιά και ουσιαστικά. Η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος επηρεάστηκε σαφώς από συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του Σαραντάρη: γυναίκα, θάλασσα, μοναξιά, ουρανός, πουλιά. Για τον λόγο αυτό, ο νομπελίστας Ελύτης, πέραν του ότι έχει αφιερώσει στον ποιητή το ποίημα Γιώργος Σαραντάρης κάνει ειδική μνεία γι' αυτόν στο έργο του Ανοιχτά Χαρτιά (Ίκαρος 1974) όπου αναφέρει για τον πρόωρο χαμό του ποιητή, αλλά και για την σχέση του με τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής τα εξής: "Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χροντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της".

 Ἀκόμα δὲν μπόρεσα...
Ἀκόμα δὲν μπόρεσα νὰ χύσω ἕνα δάκρυ
πάνω στὴν καταστροφὴ
δὲν κοίταξα ἀκόμα καλὰ τοὺς πεθαμένους,
δὲν πρόφτασα νὰ δῶ πὼς λείπουνε
ἀπὸ τὴ συντροφιά μου,
πὼς ἔχασαν τὸν ἀέρα ποὺ ἐγὼ ἀναπνέω
καὶ πὼς ἡ μουσικὴ τῶν λουλουδιῶν,
ὁ βόμβος τῶν ὀνομάτων ποὺ ἔχουνε τὰ πράγματα
δὲν ἔρχεται στ᾿ αὐτιά τους·
ἀκόμα δὲν χλιμίντρισαν τ᾿ ἄλογα
ποὺ θὰ μὲ φέρουν πλάι τους.
Νὰ τοὺς μιλήσω,
νὰ κλάψω μαζί τους
καὶ ὕστερα νὰ τοὺς σηκώσω ὄρθιους·
ὅλοι νὰ σηκωθοῦμε σὰν ἕνας ἄνθρωπος,
σὰν τίποτα νὰ μὴν εἶχε γίνει
σὰν ἡ μάχη νὰ μὴν εἶχε περάσει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας.

Monday, 29 November 2010

Νεκρή Ζώνη

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεκτικός, όπως είσαι ακριβώς μ' έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο.

Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια κι όσο μπορείς μη σκύβεις για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.
Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του.

Να εκμεταλλεύεσαι κάθε λάμψη απ' τις ρυπές των πολυβόλων για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.

Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.

Προς το παρόν, νά 'σαι πολύ προσεκτικός όπως είσαι ακριβώς μ' έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.

Sunday, 21 November 2010

Κική Δημουλά

Γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα, όπου και ζεί. Παντρεύτηκε τον μαθηματικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.
Τιμήθηκε το 1972 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Η Association Capitale Européenne des Littératures την βράβευσε, τον Μάρτιο του 2010, με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας στο πλαίσιο της πέμπτης Ευρωπαϊκής Συνάντησης Λογοτεχνίας. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά.

Γράμμα

Ό ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου
μου έφερε και σήμερα σήμερα ένα φάκελο
με τη σιωπή σου.
Το όνομά μου γραμμένο από έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μια απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τα άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαντήσω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιόν της συντριβής.
Και στα αυτιά μου θα κρεμάσω-συλλογίσου-
τη σιωπή σου.

Saturday, 13 November 2010

Γιώργος Θέμελης


Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε το 1900 στη Σάμο και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Το όνομά του συνδέθηκε με τη Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε και έζησε ως το τέλος της ζωής του (Απρίλης του 1976). Στη Θεσσαλονίκη, άλλωστε, διαμορφώθηκε η ποιητική του προσωπικότητα, κι αυτή στάθηκε η πνευματική του πατρίδα. Ως φιλόλογος δίδαξε στο Πειραματικό Σχολείο και στα Εκπαιδευτήρια Βαλαγιάννη. Διετέλεσε Γενικός Γραματέας και Μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από την ίδρυσή του, το 1961, και έως το 1965. Η ποιητική ιστορία του Θέμελη αρχίζει ουσιαστικά με τον πόλεμο και την κατοχή. Τότε μυήθηκε στα νεότερα ποιητικά ρεύματα από τον πρωτοποριακό κύκλο του περιοδικού «Κοχλίας», του οποίου υπήρξε τακτικός συνεργάτης.  Όταν εκδίδει το "Γυμνό Παράθυρο" (1945) υπάρχει πια ένας κατασταλαγμένος, ανθρώπινος λυρισμός που συμπυκνώνεται πιο πολύ στη συλλογή "Άνθρωποι και πουλιά" (Κοχλίας, 1940). Και οι δύο συλλογές, αλλά και όλες οι κατοπινές, κατατείνουν σε μιαν "αναζήτηση του χαμένου προσώπου". Στον "Γυρισμό" (1940) υπάρχει η αναζήτηση του χαμένου αδελφού ενώ στην "Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες" το ελληνοκεντρικό ύφος αναζητά την τελειότητα του ιδεατού προσώπου. Στις "Συνομιλίες" (1953) κορυφώνεται η εγκατάλειψη του λυρισμού που αρχίζει στην "Ακολουθία" (1950) και η υποκατάσταση μ' έναν πραγματισμό με λυρικούς όρους. Μετά την παρένθεση του "Δενδρόκηπου" (1955) το "Πρόσωπο και το είδωλο" (1959) κορυφώνουν την ποίηση του Θέμελη, κι αργότερα στις "Φωτοσκιάσεις" ενώ υποψιαζόμαστε την ανεύρεση του προσώπου, του φωτός, αυτή έρχεται στο έργο "Η Μόνα παίζει" με αφορμή τη γέννηση της εγγονής του. Ένας διάλογος της αγάπης και του θανάτου ήταν οι συλλογές "Το δίχτυ των ψυχών" Ι και II (1965) ενώ η "Έξοδος" (1968) προαγγελία της εξόδου του σώματος απ' τον κόσμο. Ο Θέμελης πέθανε το 1975, έχοντας δώσει ένα πολύ σημαντικό έργο.
.
Αναζήτηση

Δεν θ' ακουστούν τα βήματά μας σε συνάντηση.

Σα νάχουμε χάσει τον εαυτό μας και τον γυρεύουμε
Σε δρόμους που περάσαμε, σε κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.

Σα να γυρίζουμε απ' έξω κι ανάβουμε το φως
Και μιλούμε, όπως μιλούσαμε, βηματίζουμε,
Ή στεκόμαστε ν' αφουγκραστούμε κάποιο θόρυβο.

Είμαστε θόρυβοι και θορυβούμε.

Είμαστε μικρά φτερά και χτυπούμε στον άνεμο.

Αγγίζουμε ο ένας τον άλλο και σωπαίνουμε ώρα πολλή
Σκύβοντας μέσα στα πρόσωπά μας να γνωριστούμε.

Η γνωριμία μας είναι μια μυστική υπόθεση που δεν τελειώνει.

Έρχεται σιγά σιγά ο ύπνος και μας τυλίγει.

Τα πρόσωπα που γνωρίσαμε, τα πράγματα που αγγίξαμε,
Φυσιογνωμίες, συναπαντήματα, χαμένες αστραπές,
Η γη που σπιθοβολούσε στην καρδιά μας,
Μπαίνουν μες στη γυμνή ψυχή μας, τη μοιράζονται.

Δεν ξέρω, αν είναι ο άνεμος που σηκώσαμε,
Που τον γεμίσαμε με τη μικρή βοή μας και μας θρηνεί
Στους δρόμους που περάσαμε, στις κατοικίες που διανυκτερεύσαμε.

Δεν ξέρω αν είναι χιόνι που έρχεται να μας σκεπάση.
(Πού θα βρεθούμε το πρωί, σαν θα σημάνουν οι καμπάνες).

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)

Sunday, 7 November 2010

Μίλτος Σαχτούρης

 Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.
Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλου, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδοσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952), το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέκος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική.
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι εννιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.  Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ίμβρου 2 στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε οικογένεια, διατηρούσε όμως δεσμό απο το 1960 με την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.

Η πληγωμένη άνοιξη

Η πληγωμένη άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
από όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένας πύργος κατακόκκινος
με ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σε σταυρώνουν θά έρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σε σταυρώνουν θά έρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θα ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της.