κι ακόμα δεν κατάλαβα
πώς έτρεμαν τα χέρια
σαν να κρατούσαν βάζο
Ι.
Να μιλήσω για σένα
τα όχι σου
που έκοψα και μοίρασα
-εις υγείαν των φύλων!-
τους φόβους σου
που νόμισα δικούς μου
κι έμενα
να μιλήσω γι αυτά που δεν είπα
-ήταν βαριά-
απόψε πόσο ανάλαφρα μοιάζουν
μακρινά- βήματα ξυλοπόδαρου
που χάθηκαν στην πλατεία
για την επιλογή που έγινε ανάγκη
κι έπειτα πάλι επιλογή
και διπλώθηκε
κι αναδιπλώθηκε
κι έγινε μικρή, να κρυφτεί
να χωρέσει στα βλέμματα
-ήταν, βλέπεις, άμαθα τα χέρια
να την πιάσουν, δε γινόταν
κι αφέθηκαν σ' αγγίγματα εύκολα-
να μιλήσω για τον τρόμο
πως ό,τι μεγάλο ξοδεύτηκε
σε μαθήματα φυγής
το πείσμα, την άρνηση της υποταγής
μπροστά στον καθρέφτη που θαμπώνει
την ανάσα που απαιτεί- να μιλήσω για μένα
που δίνω, μ'αρνούμαι να πάρω
να δοθώ- τόσο εύκολα φεύγουνε, λοιπόν;!
θα μιλήσω για μας
που αλλού κυνηγάμε
κι απ'αλλού επιστρέφουμε
θύματα
ΙΙ.
σε σένα μιλώ
που εκτός τόπου και χρόνου
φεύγεις, πατρική συμβουλή
την ώρα της ανάγκης
εγώ που ιδέα δεν είχα
από πλάγιους λόγους
θεατρικούς μονολόγους
παντογνώστες αναγνώστες
της λειψής μου αφήγησης
in medias res είδα τη σκηνή ν'αδειάζει
κι έμεινα
στα καμαρίνια αλλάζουμε, νόμιζα
θεατές ηθοποιοί
είμαστε σκηνοθέτες
σε σένα μιλώ
το γέλιο σου
μπήγονταν απρόσμενα
στο δέρμα της συνήθειας
νύχι βαμμένο κόκκινο
πότε αδιάφορο λευκό
σε σένα μιλώ -κάνε πως θυμάσαι
ίσως το κάνω κι εγώ-
σε σένα που δε θα'θελα
κανένας να πληγώσει- μόνο εγώ
που μ' όλα τα γιατί
ξέμαθα το πότε
που δεν ανέχομαι
το πουκάμισό σου να περνά
αν δεν είσαι μέσα- σε σένα μιλώ
μιλώ για τις στιγμές
που έφευγαν πριν έρθω
το λαχάνιασμα, τη φλέβα στο λαιμό
τα γόνατα που λύνονταν
το ρολόι που έτρεχε
τη μπαταρία που κρατώ στα χέρια
τη ζωή μου- για σένα μιλώ
τ' αυτοκίνητο
που ασήμιζε στον ήλιο
τους λεκέδες στα μάτια
όταν έφτανες
ΙΙΙ.
κι υπάρχουν στιγμές
που φυτρώνουν στα χέρια μου
τρίχες των δικών σου χεριών
χρυσαφένιες όπως τα μάτια σου
τον πρώτο Ιούλιο που γύριζε το βλέμμα
γεμάτο εσύ
κι έσταζε
κι από τότε σκορπίζει
σε δρόμους που ακόμα δεν έφτασες
ήλιο να βρει, να στερέψει
Φινάλε κι Ιντερμέδιο
(ανάμεσα στο βάζο και τα θραύσματα)
κάθισε λίγο!, είπε, δεν είναι όλα
κόκκινα- η θάλασσα
το πάτωμα στα πόδια
κι έπειτα, το φτυάρι- ψάξε
στο συρτάρι
καφέ ν' αφήσεις τις στιγμές
όλα ανοίγουν και κλείνουν
σα δωμάτιο, βλέπεις;
ψάξε την πρώτη φορά
η γυναίκα
πήρε απ'την πόρτα το φλυτζάνι της
κι έφυγε
Κάλφα Βάγια
Saturday, 19 September 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment