Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ΄ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δεν θέλουν να κλείσουν και οι σκύλοι ανένδοτοι
Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμικα αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πως χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτή πληγή
πως να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ΄ το βούρκο πάλι και τ΄άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τέλιωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρητη λησμονιά
Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κοπήκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους.
Sunday, 8 November 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment