Friday, 13 November 2009

Νοητή γραμμή

Καπνοί από τσιγάρα
και κούπες
γεμάτες καφέ,
δίπλα
στη νοητή γραμμή,
που η δίνη
των λέξεων
ακουμπά
και γνέφει
τραυματισμένη
τη σιωπή μου.

ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Αρλεκίνοι και παλιάτσοι
Διόνυσοι φρικτοί,
παροξυσμένοι.
Θα ντυθώ κι εγώ χαρούμενη.
Μες στο μπουλούκι των αγρίων
θα γίνω μία σερπαντίνα
να ξετυλίγω μ’ αγωνία
το αγκυλωμένο χέρι μου.
Οι ορδές των μασκαράδων
θα περνούν λαχανιασμένες.
Τα στόματά τους ανοιχτά,
στεγνά και πεινασμένα
θα ψελλίζουν εγγαστρίμυθα
«μαζί, χαρά, αγάπη».
Και πάνω σε αλογόσυρτο
φλογοσκορπίζον άρμα
η μοναξιά
θα ξεγελά τους μεθυσμένους
ντυμένη Έρωτας.

Monday, 9 November 2009

Απόψε

Απόψε γύρισε ο καιρός.

Απόψε γύρισε ο καιρός, φυσάει
Ένας δυνατός βοριάς
Δεν τον ακούς
Φυσάει, βουίζουν τα πλατάνια ανταρεμένα
Δεν ακούς

Απόψε γύρισε ο καιρός, τελειώσαν
Ξαφνικά οι γαλήνιες μέρες
Τις βλέπεις, φύλλα πλατανιών
Μέσα στον άγριο άνεμο
Τις βλέπεις, φύλλα πλατανιών
Δε στέκουν πουθενά

Δεν στέκουν πουθενά, που να σταθούν
Πως να σταθούν
Φύλλα στην δίνη του καιρού, σκορπίζουν
Χάνονται
Ποιος ξέρει

Ποιος ξέρει τι καιρούς, πόσον καιρό
Ήσυχα οι γαλήνιες μέρες κυοφορούσαν
Τη νύχτα τη αποψινή
Κανείς δεν ξέρει τίποτα, ποτέ

Απόψε γύρισε ο καιρός, φυσάει
Ένας δυνατός βοριάς
Που βρίσκεσαι, δεν τον ακούς
Που βρίσκεσαι, θα φέρει καταιγίδα

Φύλλα
Πλατανιών οι μέρες μας
Στη δίνη των καιρών.

Sunday, 8 November 2009

Ο Σωτήρας

Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ΄ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δεν θέλουν να κλείσουν και οι σκύλοι ανένδοτοι

Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμικα αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πως χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτή πληγή
πως να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ΄ το βούρκο πάλι και τ΄άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου

Όχι όχι τέλιωσε δεν υπάρχει σωτηρία

Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρητη λησμονιά

Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κοπήκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους.