Tuesday, 8 November 2016

Καραγκούνης Δημήτριος έξι ποιήματα.

SIRNTANIA

Αποσπάσματα ...
- Πού είσαστε φτωχοί μου σύντροφοι και έχω απομείνει μοναχός μου?
- Χορταριασμένε τόπε.. στείρε! Οι σύντροφοι σου έκαμαν παιδιά και έχουνε φύγει από χρόνια τώρα.
 Μονάχος σου γελάστηκες και ξέκαμες τα πάντα, ρίχτηκες στις ηδονές και ξέχασες τον όρκο.
 Κοπάδι γκρεμίστηκαν οι Ερινύες από τον Ελικώνα και οι Μούσες σου γύρισαν την πλάτη.
 Καρτερείς το τίποτα με την ψυχή στόμα και αυτό είναι καταδίκη σου και ορισμός.
 Το μέτωπο παράτησαν, ξεδίψασαν την δόξα. Έχουνε βόδια και έχουνε περβόλια να κοιτάξουνε.
 Οι πανοπλίες κρεμάστηκαν στον τοίχο η αξίνα το σκεπάρνι το υνί ήτανε ποιο αναγκαία στο άλογο έζεψαν σαμάρι αλετριού.
Το κορμί του σιταριού σπούνε στην πέτρα.
- Δεν έχει ήλιο εδώ , ουρανό δεν έχει.
Τα πλοία όλα χάθηκαν ο αρχηγός απόθανε οι άντρες πεινούν, τι πρέπει να κάνω ?
- Του μοσχαριού το κέρατο ανέμισε σαν σπάθα, υστερνό του γύρισμα στου λεπιδιού την χώση…
φέρσου σαν ήρωας! τούτο σου απόμεινε μονάχα...



Αρμονία..

Κλωσσούν οι ουρανοί το αύριο κι είναι των θεών οι ασπίδες γυαλισμένες..
Μα νά, κοιτάξτε κεί! στα δυτικά! οι μέλισσες στρατεύτηκαν.
Ένα σπουργίτι απόψε άρχισε αντίσταση, καιρός να πάμε κι άλλοι
 με το καυκάλι της χελώνας και βέργα λυγερή ας οπλιστούμε!
Ένα κλωνάρι κορμάκι λουλουδιού στα χείλη θα φυτρώσει..

Χτίζεις κάθε στιγμή το σπίτι της μεγάλης βροχής και ανάβεις το κερί του ταπεινού και κόβεις το ψωμί του τρομαγμένου μέρα τη μέρα..
Τραβάς το σχοινί της καμπάνας για να στείλεις τα περιστέρια πάνω απ΄τα σπιτια των ανθρώπων..

Αφήνεις τα παιδιά να σου περνούν λουλούδια στα χέρια..
Ετοίμασε τον ψαλμό της αδελφοσύνης να γαληνέψεις..
Η μάνα μας με την άσπρη της ποδιά κοιτάζει το ξύλινο εικονοστάσι της ικανοποιημένη και ανάβει το καντύλι των
φάρων..

Είμαστε ένα παιδί..
ένα παιδί στη μέση της άνοιξης..

Τα βράδια οι άγγελοι γυρνούν ανάμεσα στα στάχυα
και τις πορτοκαλιές με τους αρχαίους κίονες
γδύνονται και γελώντας κολυμπούν στο ρυάκι..




Προσευχή..

Πότε λοιπόν θα λυτρωθούμε Πατέρα Άγιε και οδηγέ μας, εμείς οι εκλεχτοί των λόγων σου. Ο κόσμος άλλαξε το νιώθω στο νερό, το γεύομαι στη μυρωδιά του αέρα στο μούσκεμα της γης, σκιές στο ξέφωτο του μεσημεριού, ψίθυροι μιας φοβερής φωνής στον αντίλαλο της πέτρας. Τύμπανα αλυχτούν και εμείς στο ορυχείο ανασαίνουμε σκαμμένο θειάφι, το μαχαίρι στο θηκάρι μίλησε και δυο λουλούδια λύγισαν στο πάτημα του ξενομπάτη. Τα σκυλιά μας σηκώθηκαν μέσα στη νύχτα, ξέρουν πως ήρθε η ώρα η στερνή, προγυμνασμένα να δώσουν το αίμα και τον ιδρώτα και το άσπρο δόντι. Αδερφός θα κόψει αδερφό σε χτύπημα σώμα με σώμα το αίμα ας κυλήσει αυλάκι απο του βράχου τα φρύδια.Τρίβονται στους τροχούς και τους τρώει το χώμα, εστεμμένοι και καθαροί με ανάλαφρα τα ηλιοκαμένα στήθη και τα χέρια, μελαχρινά κορμιά άγρια αγκαλιασμένα με ματιές ειλικρινείς και άνεση στο βάδισμα γελώντας.
Τροχήλατε Πατέρα μας, Θεέ απόκοσμε! ξέγραψε το μελλούμενο σε τούτο τον τόπο των Ηρώων, γλυκά σε φοβερίζω κρεμώντας σου νιφάδες του χειμώνα.



Αλίμονο

Αλίμονο και μη σε νοιάζει
οι φύλακες είναι μιλημένοι μου και έχουν το μαύρο μας
μες την φωνή
έλα εδώ και μη σε νοιάζει
είναι η χαρά ζωή μας και φιλί αιώνα




Καλέ μου ποιητή..

Καλέ μου ποιητή.. Φόρεσες το ρούχο της μοναξιάς
 και περπατάς ανάμεσα σε κορμιά απρόσωπα..
 μόνος.. αιώνια μόνος..
 Ούτε με τους ομοίους δε μιλάς. Δε θέλει κανένας
 να σε δει ..
 Έχεις και μια θηλιά πλεγμένη άστρα στο λαιμό και σέρνεις
 το βήμα και κάθε που πατάς ρίχνεις σκόνη στα άνθη του ποδιού

Κανένας δε σε θέλει στα τραπέζια του και στη γιορτή..
 Σε φράζουν και γελώντας πίνουν. Γλέντα μωρέ!

Σκυφτός συ και αμίλητος, λες και δώρισες τη φωνή σου σε κείνους
 Θες να μας σώσεις ποιητή..
Χωρίς κανένας να στο ζήτησε ποτέ του ποιητή

Περιγέλασες τους βασιλιάδες και τους θνητούς και τους διαόλους ..
ουδείς κρατά εξουσία απάνω σου.. ο καιρός δε σε πιάνει
 μήτε κι ο ψόφος

Εσύ! κλείνεις τα μάτια στα φτερά του περιστεριού και ξαποσταίνεις
στην αγκαλιά της δράκαινας
Και της σμέρνας
Κι όμως!
λάσπη είσαι. Λάσπη και κόκαλα και αίμα

Ποιος δεν έψαλε λόγια δικά σου Ποιητή..
βρες μου μονάχα ένα κι αν τον βρεις ρίξε
 ανάθεμα στη Μούσα και κάψε!
κάψε τους ναούς της συθέμελα ..
και πάρε!
πάρε το δρόμο της γιορτής..


Απών...

Είναι καιρός να σταθείς κάτω απ' τα χείλη του χάους και να ακούσεις
 την βραδιά που μαζεύει τα τελευταία της φώτα σκορπίζοντας
 με ίσκιους την ακροθαλασσιά..

Ταξίδεψες με όλα τα καράβια γυρεύοντας τη σκιά σου ..
 ποιο πλεούμενο απόμεινε ακόμα να πάρεις και πιά ακτή σε περιμένει
 σαν το παιδί που κρατά στα χέρια του τον άσπρο γλάρο έτοιμο
 να στον δέσει κατάστηθα μια μενεξεδένια Κυριακή σ' ένα πρωινό
 υπέροχα ζεστό..

Οι ναυαγοί έριξαν την μεγάλη άγκυρα στην λευκή άμμο και η σιγή
έδεσε κόμπο την ψυχή τους
 μόνο τότε πήρε το πρόσωπό τους ο ουρανός και σκάλισαν οι άγγελοι
το όνομα τους στο φοινικόδεντρο και απόμειναν τα χέρια σταυρωμένα
χαράζοντας το δρόμο της θύελλας για να προφτάσουν
τα μελλούμενα ..

Η ελπίδα τους ζυμώθηκε με το μέρος..

'' Σ’ αγαπώ τόσο όσο αξίζει το δάκρυ ενός Αηδονιού..
 μπορεί να σου φαίνεται ασήμαντο,
να ξέρεις όμως ότι όταν το πουλί αυτό δακρύσει.. πεθαίνει''..