Wednesday, 27 April 2011

Οδυσσέα Ελύτη - Η Μαρίνα των Βράχων

'Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

-Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερί τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων -Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
'Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

'Ακουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

[Από την ποιητική συλλογή "Προσανατολισμοί" ]

Wednesday, 13 April 2011

Σχινάς Αλέξανδρος

Σχινάς Αλέξανδρος. Πεζογράφος, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924. Εγκαταστάθηκε στη Γερμανία και επι σειρά ετών εργάστηκε ως ανταποκριτής της ΕΙΡ. Χαρακτηριστικό της γραφής του η έντονη αίσθηση του καινούριου και του νεωτερικού με ανεξάντλητα παιγνιώδη και ανίερη διάθεση κατευθύνει έναν μηχανισμό παρωδίας που υπονομεύει κάθε βεβαιότητα και σχέση αιτίου - αιτιατού. Η ειρωνική και ενίοτε σατιρική του διάθεση δεν ακυρώνει την συναισθηματική ένταση και τον υποκειμενικό τόνο, ούτε ο αιχμηρός σαρκασμός του ανατρέπει την ανάγκη για την ηθική διάσταση της ζωής. Δεν ακολουθεί συνήθεις συντακτικούς κανόνες με αποτέλεσμα να συγχέει το δοκίμιο, την αυτοβιογραφία και την ποίηση.

Το άνθος.
Αυτό το άνθος δεν πρέπει νάτανε για μας
Εμείς κατηναλώσαμεν ολόκληρον τον χρόνον της ημέρας μας
Σε αφελείς και αδέξιες επιδόσεις.
Ατημέλητοι, με το χέρι στην τσέπη, περιπλανήθημεν
Ανά τους δρόμους και τας πλατείας αυτής της πόλεως.
Ιδανικά αδιάφοροι, εγκαταλείψαμε την προσοχή μας
Σε κάθε λογής επουσιώδεις περισπασμούς.
Σπαταλήσαμε απερίσκεπτα την περιουσία μας,
Αγοράζοντας και μασουλώντας συνεχώς
Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια!
Είναι, νομίζομεν, περιττό να τονισθή
Ότι απέσχομεν από κάθε σκέψη σχετικής με συστηματικάς δραστηριότητας-
Ή, πόσω μάλλον, με ιπποτικά κατορθώματα
Ή ιδανικούς έρωτες και τα παρόμοια.
Κυρίως ειπείν: απέσχομεν από πάσαν σκέψιν!
Αυτό το άνθος, επομένως, δεν πρέπει νάτανε για μας.
Γιατί, όταν περί το μεσονύκτιον, επιστρέφοντας,
Διερχόμεθα από εκείνον τον ημίφωτο δρομάκο,
Όταν, λέγω, πίσω από τα βαριά παραπετάσματα
Του υψηλοτέρου παραθύρου ενός παμπάλαιου μεγάρου
Πρόβαλε κείνο το αβρό παρθενικό χεράκι
Και μας το επέταξε τρέμοντας,
Εμείς, όλως ανέτοιμοι και αναρμόδιοι ως είμεθα,
Το αρπάξαμε μηχανικά στον αέρα
Και το φάγαμε-
Το άνθος! Καταλαβαίνετε?
Το φάγαμε, το μασουλήσαμε και αυτό,
Με την ίδια ακριβώς ανευθυνότητα
Που όλη τη μέρα μασουλούσαμε
Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια!..
Ώ ! ασφαλώς, ασφαλώς!
Αυτό το άνθος δεν πρέπει,
Δεν μπορεί να ήτανε για μας!..

Saturday, 2 April 2011

Η Τρελή Ροδιά

Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Oταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονοματά τους - πέστε μου
είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συνεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ' τη ζήλεια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
εκτυφλωτικά, πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμο της
ποτέ θλιμένη και ποτέ γκρινιάρα - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που ξεφωνίζει την καινούργια ελπίδα που ανατέλλει;

Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει τα μάκρη
τινάζοντας ένα μαντήλι φύλλα από δροσερή φωτιά,
μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια,
με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
σ' αμύριστες ακρογιαλιές - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που τρίζει τάρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι' εορτάζει
αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια - πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου,
πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει,
τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της,
ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά,
πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;