Tuesday, 24 August 2010

Τίτος Πατρίκιος

Ο Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Εργάστηκε για  κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Aντίσταση, στρατευμένος αρχικά  στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 καταδικάστηκε  σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της  στρατιωτικής του θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (και στον ’η Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια εξορίστου. Στην Ελλάδα επέστρεψε το  1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος, κοινωνιολόγος και  λογοτεχνικός μεταφραστής. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε  το 1943 με τη δημοσίευση ενός ποιήματός του στο περιοδικό Ξεκίνημα της Νιότης, ενώ το 1954 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική  συλλογή του με τίτλο “Χωματόδρομος”. Ιδρυτικό μέλος του  περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης από το 1954 δημοσίευσε  πολλά άρθρα και κριτικές στις στήλες του, ενώ πολλά  δοκίμιά του συμπεριλήφθηκαν σε συγκεντρωτικές εκδόσεις.  Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση (κείμενα των Σταντάλ,  Αραγκόν, Μαγιακόφσκι, Νερούντα, Γκόγκολ, Γκαρωντύ,  Λούκατς και άλλων) και την πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα  κοινωνιολογικά έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα φλαμανδικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά. Το 1994 τιμήθηκε με  ειδικό κρατικό βραβείο για το σύνολο του έργου του.
Για τον Τίτο Πατρίκιο, η Ποίηση παραμένει ένα μαγικό κλειδί που οδηγεί στην αποκάλυψη της αλήθειας. Ως καλλιτέχνης, μας οδηγεί στις ανοιχτές πληγές της μνήμης του τόπου μ’ ένα ποιητικό ταμπεραμέντο το οποίο -όπως του αναγνωρίζει ο Νικηφόρος Βρεττάκος από το 1954-: ”...έχει τη σφραγίδα της γνησιότητας. Η φωνή του μας ζεσταίνει. Το ταλέντο του είναι δεμένο με το χώμα και με την ψυχή, με τους ανθρώπους και με την ατμόσφαιρα της εποχής του. Έχει οξύ βλέμμα, αναπτυγμένο αισθητήριο, έχει την ικανότητα να δημιουργεί ικανοποιητικές προεκτάσεις με τα πιο απλά μέσα”.

Δυο άνθρωποι

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με ξαναστέλναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα έβρισκα, 
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξη από τη γυναίκα του).
'Οταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.
Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.

Monday, 2 August 2010

Άρης Αλεξάνδρου

Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα το 1922. Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της τον πρώτο καιρό της κατοχής. Το 1941 η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Από το 1944, που συνελήφθη για πρώτη φορά, και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στην Λήμνο, στην Μακρόνησο, στον Άγιο Ευστράτιο κ.α. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στο Παρίσι το 1978.
Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον εμφύλιο. Συγχρόνως χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα.

Με τι μάτια τώρα πια
Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις τα
εξηντατέσσερα
μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα–
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ' αγγίξεις μές από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.