Ο Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Aντίσταση, στρατευμένος αρχικά στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (και στον ’η Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια εξορίστου. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος, κοινωνιολόγος και λογοτεχνικός μεταφραστής. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε το 1943 με τη δημοσίευση ενός ποιήματός του στο περιοδικό Ξεκίνημα της Νιότης, ενώ το 1954 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο “Χωματόδρομος”. Ιδρυτικό μέλος του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης από το 1954 δημοσίευσε πολλά άρθρα και κριτικές στις στήλες του, ενώ πολλά δοκίμιά του συμπεριλήφθηκαν σε συγκεντρωτικές εκδόσεις. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση (κείμενα των Σταντάλ, Αραγκόν, Μαγιακόφσκι, Νερούντα, Γκόγκολ, Γκαρωντύ, Λούκατς και άλλων) και την πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα κοινωνιολογικά έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα φλαμανδικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά. Το 1994 τιμήθηκε με ειδικό κρατικό βραβείο για το σύνολο του έργου του.
Για τον Τίτο Πατρίκιο, η Ποίηση παραμένει ένα μαγικό κλειδί που οδηγεί στην αποκάλυψη της αλήθειας. Ως καλλιτέχνης, μας οδηγεί στις ανοιχτές πληγές της μνήμης του τόπου μ’ ένα ποιητικό ταμπεραμέντο το οποίο -όπως του αναγνωρίζει ο Νικηφόρος Βρεττάκος από το 1954-: ”...έχει τη σφραγίδα της γνησιότητας. Η φωνή του μας ζεσταίνει. Το ταλέντο του είναι δεμένο με το χώμα και με την ψυχή, με τους ανθρώπους και με την ατμόσφαιρα της εποχής του. Έχει οξύ βλέμμα, αναπτυγμένο αισθητήριο, έχει την ικανότητα να δημιουργεί ικανοποιητικές προεκτάσεις με τα πιο απλά μέσα”.
Δυο άνθρωποι
Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με ξαναστέλναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα έβρισκα,
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξη από τη γυναίκα του).
'Οταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.
Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.