Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Σπούδασε νομικά, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46). Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954. Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
Η γυναίκα έχει σημαντική θέση στο μέργο του. Ο Λειβαδίτης εκτός από ηρωικός είναι και βαθιά ερωτικός. Κι αυτό με όλη τη σημασία της λέξης και μ’ όλο τον πόνο και τη συντριβή που περικλείει ο έρωτας.
Σύμφωνα με τους μελετητές του, το έργο του Τάσου Λειβαδίτη μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους: 1. Την επαναστατική, όπου συναντάει κανείς πολλά σοσιαλρεαλιστικά στοιχεία (μέχρι το 1966 με το βιβλίο «Οι τελευταίοι»).
2. Τη συμβολική αλληγορική (μέχρι το 1983 με τη συλλογή «Ο τυφλός με το λύχνο»).
3. Την υπαρξιακή (μέχρι τα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου», που εκδόθηκαν το 1990, μετά δηλαδή από το θάνατό του).
Αντίο
Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να
περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρί-
τες απ΄τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώ-
νες
τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώ-
θηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
από αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε
έξω
όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δεν θα γραφτούν ποτέ….