Wednesday, 23 June 2010

Τάσος Λειβαδίτης

Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Σπούδασε νομικά, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46). Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954. Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
Η γυναίκα έχει σημαντική θέση στο μέργο του. Ο Λειβαδίτης εκτός από ηρωικός είναι και βαθιά ερωτικός. Κι αυτό με όλη τη σημασία της λέξης και μ’ όλο τον πόνο και τη συντριβή που περικλείει ο έρωτας.
Σύμφωνα με τους μελετητές του, το έργο του Τάσου Λειβαδίτη μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους:
1. Την επαναστατική, όπου συναντάει κανείς πολλά σοσιαλρεαλιστικά στοιχεία (μέχρι το 1966 με το βιβλίο «Οι τελευταίοι»).
2. Τη συμβολική αλληγορική (μέχρι το 1983 με τη συλλογή «Ο τυφλός με το λύχνο»).
3. Την υπαρξιακή (μέχρι τα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου», που εκδόθηκαν το 1990, μετά δηλαδή από το θάνατό του).

Αντίο
Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να
περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρί-
τες απ΄τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώ-
νες
τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώ-
θηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
από αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε
έξω
όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δεν θα γραφτούν ποτέ….

Sunday, 6 June 2010

Νάνος Βαλαωρίτης

Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε το 1921 στη Λωζάνη της Ελβετίας. Είναι ποιητής και συγγραφέας, δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σπούδασε νομικά, φιλολογία (Αγγλική και Γαλλική) στα πανεπιστήμια των Αθηνών, Λονδίνου, και Σορβόνης.
Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή σύγχρονους ποιητές με διεθνή αναγνώριση, μια από τις πιο αυθεντικές φωνές και ένας από τους πιο πρωτότυπους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας αλλά και "επαναστάτης" που δεν συμβιβάστηκε.
Από το 1939, οπότε εμφανίζεται στο χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας, μέχρι σήμερα βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει να παρουσιάσει ένα πλούσιο ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό έργο.
Γνώρισε όλα τα μεγάλα πρωτοποριακά πνευματικά κινήματα στην Ευρώπη και την Αμερική, γεγονός που συνετέλεσε στη διεύρυνση της θεματικής του έργου του και έδωσε μια ευρύτητα στην προβληματική του. Στην Αγγλία, όπου έζησε κάποια χρόνια, μετέφρασε Έλληνες ποιητές του 1930 -Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Γκάτσο, ενώ γνώρισε τον Έλιοτ και όλο τον κύκλο του. Στο Παρίσι γνώρισε τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές. Στη διαμόρφωση της ποιητικής και της ποίησής του σημαντικό ρόλο έπαιξαν ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (είναι δισέγγονός του), ο Άγγελος Σικελιανός, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, οι ποιητές της Γενιάς του '30 και ο Γ.  Σεφέρης με το Μυθιστόρημα.
Η γνωριμία του με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, στάθηκε καθοριστική για την προσχώρηση του στο κίνημα του υπερρεαλισμού.
Δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και γραφή στο πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο από το 1968. Κατά την περίοδο της παραμονής του στην Αμερική (1971-1996) κυκλοφόρησε ένδεκα ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια, και θεατρικά έργα, μία συλλογή με ποιήματα στη γαλλική και τρεις συλλογές στην αγγλική.
Οι υπερρρεαλιστές ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες, προέβαλαν τον «αυτοματισμό», αυτοματισμό της γλώσσας και της γραφής, επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνειδήτου, την απελευθέρωση της φαντασίας «με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική» και διακηρύτοντας τον απόλυτο μη κομφορμισμό.


Το μάθημα της χαραυγής
Με το κόκκινο φίδι που γεννιέται στο αίμα τους
με τη διπλή φλογέρα που κοιμάται στο βλέμμα τους
τα παιδιά σας θα μεγαλώσουν κι αυτά
θα τινάξουν το βαρύ χαλινάρι να εμποδίζει το όνειρό σας
θα παρατήσουν τους χορούς και τα παιχνίδια στα τρυφερά λαγκάδια
και θα περάσουν σιωπηλοί μαρμαροτράχηλοι τις ατσαλένιες πόρτες
να πλημμυρίσουν τη γερασμένη σας πολιτεία
και τ’ αγέρωχα παλικάρια μεθυσμένα από το αίμα της χαραυγής
θα τιναχτούν να γιορτάσουν το ξύπνημά τους
να τραγουδήσουν με τη δική σας φωνή ένα δικό τους αστέρι
ν’ αγναντέψουν με τα δικά σας βλέμματα ένα δικό τους ήλιο
να κοιμηθούν με το δικό σας ύπνο ένα λαφρύτερο ύπνο
και θάρθουν αστροντυμένοι
όπως έρχεται το φεγγάρι να λιώσει στην αμασχάλη του βουνού
και θάρθουν ηλιολουσμένοι
όπως έρχεται το μαχαίρι αστραφτερό να βρει το κοιμισμένο χέρι
και θάρθουν ανεμοπόδαροι θαλασσοφιλημένοι
να τινάξουν στη μαραμένη σας αγκαλιά τη ζωντανή τους αγάπη
τα πλούσια κι απλοϊκά τους δώρα.