Ο Βύρων Λεοντάρης γεννήθηκε στη Νιγρίτα της Μακεδονίας το 1932. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν, και το 1939 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε επίσης κριτικά δοκίμια.
Κατ΄ εξοχήν ποιητής στοχαστικός αλλά και βαθύτατα «ηθικός», με ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις, δεν έπαψε να αναζητεί το νόημα της ποίησης σε έναν κόσμο διαψεύσεων και ματαιώσεων, όπου τα πάντα εκπίπτουν και χρεοκοπούν διαρκώς, συμπεριλαμβανομένης της ιδεολογίας αλλά και αυτής της ίδιας της γλώσσας. Όπως ο ίδιος γράφει, είναι ο «ποιητής μιας ποίησης που δεν μπορεί να υπάρξει», αυτός «που πεθαίνει μέσα στα μαύρα σύμφωνα»· μόνη παρηγοριά του ποιητή να μετρά την ακυρωμένη του ύπαρξη με λέξεις, λέξεις που, με ενσυνείδητο πλέον αυτοσαρκασμό, αναγγέλλουν την επερχόμενη, αναπόδραστη σιωπή.
[Από τη συλλογή Γενική αίσθηση (1954)]
Στάζει το σπίτι μας
Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει.
Σπάνε στο μέτωπό σου οι στάλες και σημαίνουν
το εγερτήριο των λυγμών.
Και να! φουσκώνουνε τα βλέφαρά σου
- φλόκοι τού ονείρου που χτυπούν
στον άνεμο της λύπης - Ξεχειλίσαν
τα μάτια σου - και πού είναι; -
πλημμύρισε το πρόσωπό σου - και πού είναι
τα μάτια σου, πού είναι το πρόσωπό σου;
Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου, και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μα εκεί μέσα θα χυθώ,
στα βάθη της μια πολιτεία φωνάζει τ' όνομά σου,
πηδάνε τα γαλάζια φώτα της, χορεύουν
στα σταυροδρόμια οι ελπίδες των μαλλιών σου.
Εκεί σε καρτερεί ένα σπίτι από ελαφρόπετρα,
χτυπούν την πόρτα - μπαίνεις,
στο μέτωπό σου λάμπει
το χαμόγελο της βροχής,
μυρίζουν τα βρεμένα ρούχα σου νύχτα κι αγάπη...
Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου.
Πόσες φορές δεν πέρασα συρματοπλέγματα κι αγκάθια
για να 'ρθω αυτού να δω για λίγο
πόσο γλυκά χτυπά η καρδιά μου μες στα μάτια σου,
για να 'βρω το νερόκρινο το στόμα σου,
επάνω σου σκυμμένος να γυρεύω
τους παιδικούς σεισμούς σου να τρυγήσω...
Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μια λίμνη φιλώ, μια θάλασσα αγκαλιάζω,
αιώνες θα μπορούσα αυτού να ναυαγώ
μα αυτός ο ωκεανός τού πόνου μού γλιστρά απ' τα χέρια,
υψώνει το λαιμό του ο τυφώνας και ψηλά
το πρόσωπο της θύελλας αστράφτει!
Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει και χτυπούν
στο μέτωπο οι σταγόνες και χτυπούν
μια λίμνη που φιλώ, μια θάλασσα που αγκαλιάζω.
- Πού είσαι; πού είμαι; πού είναι το σπίτι μας;
- Δεν έχουμε σπίτι εμείς,
ποτέ δεν είχαμε σπίτι, ποτέ μια νύχτα αδιάβροχη στον πόνο.
Να 'σαι σίγουρη μονάχα
γι' αυτό που μπορούν να σκεπάσουν οι πλάτες μου
κι αγάπα αχόρταγα
τα μάτια, το στόμα και την τιμή μου.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976) [2006]
Στάζει το σπίτι μας
Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει.
Σπάνε στο μέτωπό σου οι στάλες και σημαίνουν
το εγερτήριο των λυγμών.
Και να! φουσκώνουνε τα βλέφαρά σου
- φλόκοι τού ονείρου που χτυπούν
στον άνεμο της λύπης - Ξεχειλίσαν
τα μάτια σου - και πού είναι; -
πλημμύρισε το πρόσωπό σου - και πού είναι
τα μάτια σου, πού είναι το πρόσωπό σου;
Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου, και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μα εκεί μέσα θα χυθώ,
στα βάθη της μια πολιτεία φωνάζει τ' όνομά σου,
πηδάνε τα γαλάζια φώτα της, χορεύουν
στα σταυροδρόμια οι ελπίδες των μαλλιών σου.
Εκεί σε καρτερεί ένα σπίτι από ελαφρόπετρα,
χτυπούν την πόρτα - μπαίνεις,
στο μέτωπό σου λάμπει
το χαμόγελο της βροχής,
μυρίζουν τα βρεμένα ρούχα σου νύχτα κι αγάπη...
Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου.
Πόσες φορές δεν πέρασα συρματοπλέγματα κι αγκάθια
για να 'ρθω αυτού να δω για λίγο
πόσο γλυκά χτυπά η καρδιά μου μες στα μάτια σου,
για να 'βρω το νερόκρινο το στόμα σου,
επάνω σου σκυμμένος να γυρεύω
τους παιδικούς σεισμούς σου να τρυγήσω...
Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μια λίμνη φιλώ, μια θάλασσα αγκαλιάζω,
αιώνες θα μπορούσα αυτού να ναυαγώ
μα αυτός ο ωκεανός τού πόνου μού γλιστρά απ' τα χέρια,
υψώνει το λαιμό του ο τυφώνας και ψηλά
το πρόσωπο της θύελλας αστράφτει!
Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει και χτυπούν
στο μέτωπο οι σταγόνες και χτυπούν
μια λίμνη που φιλώ, μια θάλασσα που αγκαλιάζω.
- Πού είσαι; πού είμαι; πού είναι το σπίτι μας;
- Δεν έχουμε σπίτι εμείς,
ποτέ δεν είχαμε σπίτι, ποτέ μια νύχτα αδιάβροχη στον πόνο.
Να 'σαι σίγουρη μονάχα
γι' αυτό που μπορούν να σκεπάσουν οι πλάτες μου
κι αγάπα αχόρταγα
τα μάτια, το στόμα και την τιμή μου.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976) [2006]