Wednesday, 28 April 2010

Κική Δημουλά


Γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα, όπου και ζεί. Παντρεύτηκε τον μαθηματικό και ποιητή Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαίγμων διάθεση.
Εξομολογείται η ίδια:
Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής.

Φωτογραφία 1948
Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι για αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ο καταδότης.
Φαίνεται από τη ζωή μου
πέρασε επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για νά έχω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου νά 'ναι έρχεσαι.
Φαίνεται από τη ζωή μου
ζωή πέρασες κάποτε.

Saturday, 17 April 2010

Τάκης Βαρβιτσιώτης


Γεννήθηκε το 1916 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διαμένει μέχρι σήμερα. Σπούδασε νομικά στο Α.Π.Θ. και το 1940 διορίστηκε δικηγόρος, αλλά παρέμεινε αφοσιωμένος αποκλειστικά στην ποίηση. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1936 στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» και πιο δυναμικά μια δεκαετία αργότερα όταν εκδόθηκε το περιοδικό «Κοχλίας». Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης δέχτηκε έντονες επιρροές από το καλλιτεχνικό ρεύμα του υπερρεαλισμού (κυρίως από τους Ρεβερντύ και Ελυάρ). Στην ποίησή του κυριαρχούν ονειρικά και φυσιολατρικά στοιχεία, ενώ έντονη είναι η μουσικότητα του λόγου του.

 Είναι η ώρα
Είναι η ώρα που κλείνουν τα παράθυρα
Που η μικρή κόρη της σελήνης
Περνάει ανάμεσα από το φεγγίτη
Πάνω στα νερά της μουσικής

Είναι η ώρα που ένα αόρατο σπαθί
Πλανιέται πάνω από τα χείλη μας
Και δυναμώνει η λάμψη των φιλιών
Που η μαύρη νύχτα ξεπετιέται από τ' αρμάρια
Και βουλιάζουν οι στέγες κάτω από την πάχνη των πουλιών

Είναι η ώρα που κυλάει μέσα στις φλέβες μας
Το αίμα όλων των αγαπημένων μας νεκρών
Και που ευωδιάζουν τα λείψανα σαν άνθη πορτοκαλιάς
Που αποτυπώνεται πάνω στα τζάμια
Η κίτρινη κόμη της λησμονιάς

Από τη συλλογή Η ατραπός (1984)

Saturday, 10 April 2010

Νίκος Εγγονόπουλος


Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας Καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του 30' ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια. Ο Εγγονόπουλος αποτύπωσε στο ποιητικό του έργο την αγωνία του για τη «ζωή και το θάνατο των ποιητών». Συχνά μοιάζει να βασανίζεται και να διχάζεται σχεδόν ανάμεσα στην ακλόνητη πίστη σε μια αθανασία κερδισμένη με αίμα και πόνο ψυχής, από τη μια μεριά, και την απογοήτευσή του μπροστά στη μικροψυχία αυτών που ξέρουν να  «δολοφονούν τους ποιητάς» από την άλλη.


Το χέρι
Εις Ανδρέαν Εμπειρίκον

ωραίο δίχτυ
που έπλεξε η
κόρη
η κόρη - τέκτων
ορθή ως
στέκονταν εις το παράθυρο του Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
φιλόξενο
ωσάν καλός θεός
ισχυρό
σαν τ' άσπρα πλήκτρα
της χαράς
ωραίο δίχτυ
που έβαψε
με το χρώμα των ματιών της
και μύρωσε
με τ' άρωμα των πλούσιων μαλλιών της
η κόρη που εστέκονταν
ορθή
εις το παράθυρο τ' Αναπλιού

ωραίο δίχτυ
ωραία κόρη
ωραίο παράθυρο που φώτιζες
μέσα στη νύχτα
τ' Αναπλιού
ωραίο παράθυρο που φώναζες
ωραία κόρη που φώτιζες
ωραίο δίχτυ
μέσα στο χρώμα
τ' Αναπλιού

ωραίο δίχτυ
γύρω τρογύρω
εις τον λαιμό μου
είτανε
κόρη
τα ωραία μαλλιά
σου
καθώς τα έπλεκες
εις το παράθυρο
μέσα στο φως

ωραία νύχτα
μέσα στο
βλέμμα σου
είτανε κόρη
καθώς τη ζήσαμε
τρελλοί από έρωτα
γυμνοί θεόγυμνοι
τρελλοί από έρωτα
-μιά νύχτα έρωτος-
μέσα στο δίχτυ του Αναπλιού

Tuesday, 6 April 2010

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη, από γονείς μικρασιάτες. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Αρσλάνογλου. Ήταν απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Γαλλικού Λυκείου Θεσσαλονίκης (1949). Το 1964-1965 φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου ως υπότροφος της αιγυπτιακής κυβέρνησης και το 1966-1967 παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας και γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Aix en Provence. Πήρε το δίπλωμα Ανώτερων Γαλλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Παρισιού (1966) και το πτυχίο Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1971).
Στην ποίηση του Ασλάνογλου η καθημερινότητα αποτυπώνεται μέσα από χαμηλωμένα φώτα, φωνές που σβήνουν, μια ομίχλη φωτεινή, βροχή και δάκρυα, μουσική και ψιθυρίσματα αλλά και μεγάφωνα ανοιχτά, αυτοκίνητα, φώτα ηλεκτρικά, σφαιριστήρια, γήπεδα, παραθαλάσσια καφενεία, θέρετρα, παγωμένα γιαπιά, λάσπες, νεόχτιστα, θρύψαλα, χειρουργεία, λειτουργίες ερωτικές και τέφρα, ασφάλτους που πύρωσε η ημέρα και ένα επίμονο ψιχάλισμα, εργατουπόλεις και σκοτεινά τοπία, μηχανές και εργοστάσια, φώτα του γκαζιού και σκονισμένες θάλασσες, πράσινες ακρογιαλιές και ερειπωμένους σταθμούς, κτίρια γυμνά και ελπιδοφόρα σήματα, γνώριμα κλειστά τοπία και ένα ζεστό συννεφιασμένο πρωινό...


Αποχαιρετισμός

Συναντηθήκαμε αργά το απόγευμα κάπου προς τον παλιό σταθμό.
Φυσούσε από το πρωί και η θάλασσα ήταν έρημη
στα καφενεία και στα τραμ της αφετηρίας.
Κρατούσα τα χέρια του που έσφιγγαν ήρεμα, με κρυφή
συγκατάθεση τα δικά μου. Μες' το σακίδιο ήταν όλος ο κόσμος του-
πουλόβερ, βιβλία, γράμματα... Έπρεπε να 'ρχόταν τα πράγματα
αλλιώς, μα το θελήσαμε τάχα;
Άχρωμο φως, μια Κυριακή φθινοπωριάτικη, καμιά ελπίδα.
Μικρά ταξίδια στις ακτές, όλα χαλάσανε. Θεέ μου τόση ερημιά.
Έβρεχε στην επιστροφή και ο αυτοκινητόδρομος γέμισε φωτεινά σήματα,
πικρά ολομόναχα φώτα.