Saturday, 30 January 2010

Tristis usque ad mortem



Περίλυπος μέχρι θανάτου είμαι

Περνάς τώρα εσύ από μακρυά φορτωμένος χρόνια της σιωπής
δειλινά φθινοπώρου σε άδειες πλατείες
χρόνια αγάπης νεκρής

Περνάς τώρα εσύ
και μου θυμίζεις τον χτύπο της φλέβας στον καρπό
κορμί που το ΄νιωσα
θάλασσα της γερασμένης αναμονής

Ένα τσιγάρο μόνο στο στόμα
καπνίζοντας ένα κόσμο εγκατάλειψης

Το λιμάνι απόψε είναι ήρεμο
κοιμούνται τα φορτωμένα καράβια
οι ίσκιοι της νύχτας στο καλντερίμι της αμαρτίας

Δεν έχω το νόημα πια πως περνάς.

Thursday, 28 January 2010

Φθινοπωρινό σχόλιο











Το ουσιώδες στη μικρή ιστορία μου ήταν μια μαύρη κουνιστή
πολυθρόνα - αλλά που είναι τώρα το σπίτι, που είναι η φρουτιέρα
με τα παλιά επισκεπτήρια, οι πετσέτες που πνίγαμε τα γέλια -
μόνον η λάμπα καίει ακόμα στην άδεια κάμαρα, σαν κάποιον που
συνομιλεί με τον εαυτό του αγνοώντας τους κινδύνους ή όπως μια
γυναίκα που δεν τη γνώρισες ποτέ κι όμως θα πρέπει κάποτε να
΄χατε αγαπηθεί πολυ
μες στην ατέλειωτη ερήμωση μιας μέρας του φθινοπώρου.

Tuesday, 26 January 2010

Η Ελένη των ποιητών












Είναι σκιά
ενός άστρου που φλέγεται
της λεμονιάς το άρωμα Λευκή.
Χρόνια του έαρος
ώ χρόνια καπνισμένα κι ο ουρανός αλήτευε στυφός.
Ελευθερώσετε τον ύπνο για την ωραιότητα
στο άλλο βράδυ πάνω σε φύλλα
τα νεαρά μου οστά.

Thursday, 21 January 2010

Σύναξη σιωπής

Σαν τη γραμμή στο φως,
Που γράφει το πουλί
Μ' αστραφτερό φτερό και χτύπο,
Μες στη μετέωρη θαμπή του αποδημία,

Θα χαράζει το γλήγορο πέρασμά σου.

Κάτω από κάθε σύγνεφο κυνηγημένο
Από Βοριά και Νότο, κάτω από κάθε ήλιου στροφή.

Πώς φωσφορίζει η θάλασσα
Στη θαμπωμένη καταχνιά.

Η αναμμένη λάμπα, που έσβησε,
Κι αντιφεγγίζει και θ' αντιφεγγίζει.
Η έξαφνη λάμψη που έλαμψε.

Ατελείωτη εξαφάνιση εκθαμβωτική.

Τόσοι ήλιοι σβηστοί,
Τόσα κλειστά
Βλέφαρα, φώτα μες στη νύχτα.

Μια αγάπη εδώ αγαπήθηκε,
Μια αγάπη, όσο καμιά.

Βαραίνουν τα σώματα μέσα στο χρόνο
Σηκώνοντας απάνω τους τη θλίψη τους
Την ακατάλυτη, σηκώνοντας τη μοναξιά.

Σαν τα πανάρχαια σταματημένα δέντρα.

Βαραίνουν τα πράγματα, που βρέθηκαν
Γύρω μας, μέσα μας, μες στην αγάπη,
Φορτωμένα την άφθαρτη ουσία μας.

Συνοδεία αχώριστη,
Σύναξη σιωπής.

Από τη συλλογή Έξοδος (1968)

Tuesday, 19 January 2010

Οίστρος (Σκέψεις)

Κύματα ενέργειας της έσω ψυχής,
Καθώς κατακλύζουν βίαια το έξω εγώ της
Και διηθούνται μέσα από αυτό,
Μέσα από ορμή, σαγήνη και ανάγκη,
Πάνω στην γλώσσα αυτόματα χαράζουν μονοπάτια,
Που αποτυπώνονται πάνω στο άδειο λευκό χαρτί
Και το πλημμυρίζουν με λέξεις και δάκρυα.
Η γλώσσα αγκαλιάζει το μη-νοητό
Και το μετασχηματίζει, του δίνει μορφή.
Είναι η γέννηση ενός ποιήματος.
Όταν αυτό στην περιπλάνησή του,
ακουμπά την συλλογική έσω ψυχή,
στο βαθύ της σώμα,
τότε η συγκίνηση γεννιέται
πέρα από τους ορίζοντες του τόπου και του χρόνου.
Η σύνθεση που εξυψώνεται, είναι ένα όνειρο γεμάτο σύμβολα.
Δεν έχει βεβαιότητες
Αλλάζει
Μαζί με κάθε νέο εραστή.

Friday, 15 January 2010

Ερημία

Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ΄ όπου να περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφτηκες,
Από τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Από τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιης νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.

Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.

Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.

Τα σώματα πεθαίνουν σιγά - σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίξαμε από μοναξιά.
Τα όνειρα, που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.

Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.

Από την συλλογή "Συνομιλίες"

Συνδαιτημόνες

Ατέλειωτες μεταθέσεις, θελημένες ή αθέλητες.
κι άξαφνα ο χρόνος αργεί, μένει πίσω.
οι πεθαμένοι εξαφανίζονται. οι παρόντες: απόντες.
Στρωμένο το τραπέζι. Δε συνέβη τίποτα. Περάστε.
Τα δώδεκα ποτήρια. Κι άλλο ένα. Ωστόσο προσέχτε,
μην πατήσετε στο πάτωμα, - πάτωμα δεν υπάρχει. Εδώ
μπορούν να κάτσουν αναπαυτικά μόνο εκείνοι
πούχουν φάει και τα δυό τους φτερά και πια δεν πεινάνε.

Δελφοί 26.3.72

Wednesday, 13 January 2010

Σκέψεις για την τρέλα και την ποίηση.

Στον Κώστα Καρυωτάκη

Η τρέλα είναι ποίηση που επιστρέφει στον εαυτό,
Η ποίηση είναι τρέλα που απευθύνεται στους άλλους εαυτούς,

Αυτό που πληρώνει την τρέλα είναι το αναπάντητο βλέμμα
Στην αρχή,
Αυτό που πληγώνει την ποίηση είναι η έπαρση που οργώνει τις λέξεις
Σαν τέλος,
Μαζί προϋποθέτουν,
Υπάρχουν.

Η τρέλα τρέφεται από τον καταναγκασμό της επανάληψης,
Η ποίηση τρέφει την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της γλώσσας του ασυνείδητου.

Αυτό που πληγώνει την τρέλα είναι ο ορθός λόγος
Αυτό που πληρώνει την ποίηση είναι η γοητεία του οίστρου,
Η δύναμη της γλώσσας, οι ποιητές στους αιώνες.

Η τρέλα είναι ποίηση που καταστρέφει τον εαυτό,
Η ποίηση είναι τρέλα που ενίοτε σώζει τον εαυτό προσωρινά
(δεν αποτελεί μόνιμο καταφύγιο)
σαν μετουσίωση της τρέλας σε ποίηση.

Η τρέλα είναι δράση αποσύνθεσης,
Δεν είναι γραφική, δεν έχει χάρη, μόνο πόνο,
Η ποίηση οργανώνει τη θλίψη στα όρια της απόγνωσης,
Ποτέ μετά από αυτά,
Γιατί μετά παύει να μπορεί,
Διαλύεται και ανασυντίθεται σαν απουσία.

Η τρέλα και η ποίηση οδηγούνται από τον ψυχικό διχασμό,
Η τρέλα και η ποίηση όμως μπορεί να οδηγήσουν
και στον φυσικό αφανισμό.

Οι αληθινοί ποιητές και οι αληθινοί τρελοί
υπάρχουν σεμνοί, μέσα από την σιωπή,
μέσα από τα τεμαχισμένα βλέμματά τους
και τον κοίλο καθρέπτη του κόσμου.

Αθήνα 13/01/2010

Monday, 11 January 2010

Το παιχνίδι του τέλους

Το παιχνίδι του τέλους
Κι άλλο
Το τέλος του (όποιου) παιχνιδιού
Παίζεται μία μόνο
Και τελευταία φορά
Δεν είναι δυνατόν
Κάποτε θα το παίξεις κι εσύ
Μέσα σε καταυλισμούς αναμνήσεων
Συνωθούνται άνθρωποι με φωνή
Ταπεινή προφέρουν περήφανους
Στίχους αυτοσχεδιάζουν αποχαιρετισμούς
Κι εξαφανίζουν ευτελείς παρορμήσεις
Πιστεύω να το έχεις ήδη αντιληφθεί
Το παιχνίδι του τέλους είναι στημένο
Με τον ίδιο πάντοτε νικητή
Γι’ αυτό και παίζεται απελπισμένα
Με νύχια και με δόντια

Από τη συλλογή "Ο πρωθύστερος λόγος"

Saturday, 9 January 2010

Αντισταθείτε

Αντισταθείτε
σε αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά  είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σε αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σε αυτόν που χαιρετάει από την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σε αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σε όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του εφετείου αντισταθείτε
στης μουσικής τα τούμπανα και τις παράτες
σε όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σε όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες αποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στε εργοστάσια πολεμικών όπλων
σε αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με  τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σε όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
Αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
ελευθερία.

Friday, 8 January 2010

Θα σας περιμένω

Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος-
Δεν έχω πια τί άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.

Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
Μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.

Thursday, 7 January 2010

Το κόστος της Ποίησης!

Πάντα οι καιροί ήταν δύσκολοι ή πιο δύσκολοι, ποτέ δεν ήταν εύκολη η ζωή και η τέχνη. Πάντα υπήρχαν αυτοί που καλούσαν τους καλλιτέχνες και δη τους ποιητές να σωπάσουν, εν ονόματι της τραγικότητας των περιστάσεων της εποχής. Και πάντοτε οι ποιητές μιλούσαν κυρίως με την γλώσσα της σιωπής ή της απουσίας.
Μετά την σύσταση του Ελληνικού κράτους οι ποιητές δημιούργησαν μέσα στο ελλαδικό φως, που ερχόταν μέσα από τους αιώνες. Ήταν οι ποιητές της Ελλάδος, του ήλιου και της θάλασσας, ποιητές που τίμησαν και πόνεσαν και δούλεψαν την γλώσσα, ακουμπώντας με το κεφάλι τρυφερά πάνω στον Αριστοτέλη, στον Πλάτωνα, στους Ευρωπαίους διανοητές και σε άλλους. Καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι της ποιητικής δημιουργίας οι νεώτεροι ποιητές μελετούν τους παλιότερους, διαβάζουν, εμπνέονται, τιμούν, κάποτε με λιγότερο ή περισσότερο φορτίο, με ενθουσιασμό, άλλοτε αυστηρά και κάποτε με συμπάθεια ή δισταγμό. Οι καθαροί υπερρεαλιστές από την άλλη μεριά δεν βρήκαν πολύ γόνιμο έδαφος, αλλά κρίθηκαν αυστηρά και με προκατάληψη.
Μετά τον Β! Παγκόσμιο πόλεμο, γέμισε η Ελλάδα με τους ποιητές της Ήττας. Πιο πολιτικοί, πιο εσωστρεφείς, πιο άμεσοι, πιο απελπισμένοι. Γεμάτοι πίκρα για όσα η ψυχή τους υποσχέθηκε και δεν έγιναν, για τα κομμάτια των σημαιών και των συνθημάτων που γέμισαν τον ορίζοντα της απελπισίας. Άλλοι πιο κοντά στην αμεσότητα εικόνων και συναισθημάτων με πιο πρόσφορη γραφή και άλλοι σχεδόν υπερρεαλιστές ξεκομμένοι κλειστοί, πρέπει να έχεις το μυστικό κλειδί της ποίησης αυτής για να δρέψεις τους καρπούς της. Οι ποιητές της περιόδου αυτής έχουν αρκετά ξεκόψει με τους αρχαίους τους οποίους ωστόσο αναγνωρίζουν μέσα στις προηγούμενες γενιές ποιητών. Κι ύστερα οι επόμενοι γνωστοί ή άγνωστοι, μοναχικοί, πικραμένοι, η δεύτερη μεταπολεμική γενιά.
Δεν ανακαλύπτουν τώρα οι ποιητές την απάτη της ζωής. Η ζωή σαν προθάλαμος προετοιμασίας για τον υλικό αφανισμό μας γελά κατάμουτρα. Πρέπει να τιθασεύσουμε με την γλώσσα αυτή την έξοδο που μας ετοιμάζει για το τέλος? Να δώσουμε διέξοδο και να νοηματοδοτήσουμε το τίποτα.
Όσο όμως  περνάει ο καιρός προς το σήμερα, χάνεται η συλλογική συνείδηση, η γλωσσική ταυτότητα, η σχέση με τον ελληνικό και ευρωπαϊκό πολιτισμό, ή αγάπη για την παράδοση. Πολλοί ποιητές. Άνθρωποι που δεν εκφράζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ζητούν μια προσωπική παράσταση, κατάθεση και επιβεβαίωση. Οι ποιητές κάνουν κι΄ άλλη στροφή προς τα μέσα. Δεν κυριαρχεί η επεξεργασία των ασυνείδητων εικόνων μέσα από τα φίλτρα της γλώσσας, της παράδοσης και του πολιτισμού. Ποίηση χωρίς μνήμη.
Στην σημερινή κυνική εποχή μας χάνεται η ιδιαιτερότητα του Ελλαδικού και διηθείται στο απρόσωπο παγκόσμιο. Οι νέοι ποιητές σήμερα ακουμπούν τις λέξεις στο λευκό χαρτί γιατί τους τρομάζει το λευκό σαν τίποτα, σαν άγραφος χρόνος αλλά δεν μένουν μετέωροι πριν από το ελληνικό φως και την ελληνικότητα, πριν από την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση. Καμιά φορά φοβάμαι πως αυτό γίνεται με μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα, σαν η ανέλπιδη προσπάθεια να υπάρξουμε με οποιουσδήποτε όρους. Και σήμερα πολλοί ποιητές παράγουν συναισθήματα σαν ανεπεξέργαστα διαμάντια. Πριν από την επεξεργασία των στίχων όμως, πριν την διήθησή τους μέσα από την μνήμη και το χθες, αποτιμώνται λιγότερο.

Κώστας Παπαποστόλου

Monday, 4 January 2010

Γράμμα

Ό ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου
μου έφερε και σήμερα σήμερα ένα φάκελο
με τη σιωπή σου.
Το όνομά μου γραμμένο από έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μια απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τα άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαντήσω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιόν της συντριβής.
Και στα αυτιά μου θα κρεμάσω-συλλογίσου-
τη σιωπή σου.