Wednesday, 19 August 2009

Οδυσσέας Ελύτης

p>Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία

το ραντεβού μας η ώρα μία

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι

την εκκλησούλα με το καντήλι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

με τα μισόλογα τα σβησμένα τα καραβόπανα τα σχισμένα

Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια

όλα τα πήρε τα πήγε πέρα

τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Γιώργος Σεφέρης



Το φύλλο της λεύκας
Έτρεμε τόσο που το πήρε ο άνεμος
έτρεμε τόσο πως να μην το πάρει ο άνεμος
πέρα μακριά
μια θάλασσα
πέρα μακριά
ένα νησί στον ήλιο
και τα χέρια σφίγγοντας τα κουπιά
πεθαίνοντας την ώρα που φάνηκε το λιμάνι
και τα μάτια κλειστά
σα θαλασσινές ανεμώνες.
Έτρεμε τόσο πολύ
το ζήτησα τόσο πολύ
στη στέρνα με τους ευκαλύπτους
την άνοιξη και το φθινόπωρο
σε όλα τα δάση γυμνά
θεέ μου το ζήτησα.

Φυγή
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
με όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

Το σώμα
Τούτο το σώμα που έλπιζε σαν το κλωνί να ανθίσει
και να καρπίσει και στην παγωνιά να γίνει αυλός
η φαντασία το βύθισε σε ένα βουερό μελίσσι
για να περνά και να το βασανίζει ο μουσικός καιρός.

Τριζόνια
Το σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Και τα χρόνια
που ζούμε σαν αυτά χτυπούν
καθώς οι δίκαιοι σιωπούν
σα να μην είχαν τί να πουν.
Κάποτε τα άκουσα στο Πήλιο
να σκάβουνε γοργά ένα σπήλαιο
μέσα στη νύχτα. Αλλά το φύλλο
της μοίρας τώρα το γυρίσαμε
και μας γνωρίσατε και σας γνωρίσαμε
από τους υπερβόρειους ίσαμε
τους νέγρους του Ισημερινού
που έχουνε σώμα χωρίς νου
και που φωνάζουν σαν πονούν.
Κι εγώ πονώ κι΄ εσείς πονείτε
μα δε φωνάζουμε και μήτε
καν ψιθυρίζουμε, γιατί
η μηχανή είναι βιαστική
στη φρίκη και στην καταφρόνια
στο θάνατο και στη ζωή,
Το σπίτι γέμισε τριζόνια.

Πρετόρια, 16 Γενάρη 1942

Ο Βασιλιάς της Ασίνης
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω - γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου
εκεί που η θάλασσα πράσινη και χωρίς αναλαμπή,
το στήθος σκοτωμένου παγονιού μας
δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βρόχου κατέβαιναν από ψηλά στριμμένα κλήματα
γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας στ' άγγιγμα του νερού,
καθώς το μάτι ακολουθώντας τις πάλευε να ξεφύγει
το κουραστικό λίκνισμα χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους
κι από τον Όμηρο μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα
κι εκείνη αβέβαιη ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της;
κούφιο μέσα στο φως σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα'
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης
ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα παντού μαζί μας
παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα: "Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
και τα παιδιά του
αγάλματα
κι οι πόθοι του
φτερουγίσματα πουλιών
κι ο αγέρας στα διαστήματα των στοχασμών του
και τα καράβια του αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι'
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια
τα καμπύλα χείλια
τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό
που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου
και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο
που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη. Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες
κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές
τις ακμές
τις αιχμές
τα κοίλα
και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε εδώ που συναντιέμαι
το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν η κίνηση του προσώπου
το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν
τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων
και στοχασμοί
με την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε
παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι
λυγίζοντας σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα
μέσα στη διάρκεια της απελπισιάς
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα
ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε
με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως,
σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε..."
Να' ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.


Γιάννης Σκαρίμπας



Ουλαλούμ


Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .


Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:

. . .
Πως να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .

Γιάννης Σκαρίμπας

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.

Γιάννης Σκαρίμπας

Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .

Δυο άνθρωποι



Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να είμουν εγώ
που με ξαναστέλναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα έβρισκα, για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξη από τη γυναίκα του).
'Οταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους
με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.
Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.

Τίτος Πατρίκιος

Κώστας Καβάφης



Περιμένοντας τους Βαρβάρους

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης